παρένθεση η [parénθesi] : 1. (γραμμ., συνήθ. πληθ.) σημείο στίξης (σύμβολο ( )) που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιλάβει λέξεις ή φράσεις (ή και αριθμούς) που παρεμβάλλονται στο λόγο, που διαφοροποιούνται συνήθ. συντακτικά από τις άλλες και εξηγούν ή συμπληρώνουν τα λεγόμενα (γραφόμενα). 2. η λέξη ή η φράση που παρεμβάλλεται στο λόγο και που περικλείεται από το ομώνυμο σημείο στίξης. (επέκτ.) απομάκρυνση από το κύριο θέμα και αναφορά σε κτ. άλλο που μόνο έμμεση σχέση έχει με αυτό 3. (μτφ.) γεγονός, χρονικό διάστημα σύντομης σχετικά διάρκειας, που διακόπτει μιαν ομοιόμορφη, συνεχή ροή και είναι διαφορετικό από ό,τι προηγήθηκε και από ό,τι ακολουθεί.
Οι παρενθέσεις είναι όμορφες, γιατί είναι διαφορετικές.
Οι παρενθέσεις καμιά φορά αλλάζουν το νόημα όλου του κειμένου. Ενίοτε σε οδηγούν σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που μέχρι τώρα διάβαζες. Χρωματίζουν. Φωτίζουν.
Οι παρενθέσεις είναι σχεδόν πάντα σύντομες.
Και κυρίως...
Οι παρενθέσεις είναι για να κλείνουν.
Μαρία,
09.11.2010
2 σχόλια:
yperoxo....
Merci...:) :*
Δημοσίευση σχολίου