Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Nostalgia al revés...








Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Μπορείς να επιστρέφεις και να βρίσκεις τη σκέψη σου που κάποτε αποτυπώθηκε στο χαρτί, το συναίσθημά σου που πήρε μορφή και έγινε λέξεις, τις αναμνήσεις σου. Τα όσα έζησες. Μπορείς να επιστρέφεις και να διαβάζεις το τότε παρόν που τώρα έχει γίνει παρελθόν. Μπορείς να ξαναβλέπεις τον τότε σου εαυτό, τα θέλω του, τα όσα τον απασχολούσαν, τα όσα τον έτρωγαν, τα όσα τον έκαναν χαρούμενο, τα όσα πρόσμενε να ζήσει, τα όσα νοσταλγούσε, τα όσα του έλειπαν. 

Υπάρχει ένα γραπτό, το είχα γράψει πριν περίπου δύο χρόνια. 14 Ιανουαρίου του 2017, μια μέρα πριν πάρω τον δρόμο της επιστροφής, μια μέρα πριν μία ακόμα αναχώρηση από τη την Αθήνα προς τη Βαρκελώνη. Το είχα ονομάσει "Όμορφή μου πόλη...". Ήταν άλλο ένα από τα πολλά κείμενα που έχω αφιερώσει στην πόλη μου, ένα ακόμη κείμενο γεμάτο νοσταλγία, αλλά και προβληματισμό για μια ενδεχόμενη επιστροφή, για όσα (ένιωθα ότι) στερούμουν τον καιρό που ζούσα μακριά της, για μια ζωή αθηναϊκή που δεν ήξερα πώς θα μπορούσε να είναι, αλλά που στα τότε νοσταλγικά μου μάτια φάνταζε γλυκιά. 

Θυμάμαι τη στιγμή που είχα γυρίσει σπίτι και είχα γράψει το κείμενο εκείνο. Είχε προηγηθεί ένα όμορφο πρωινό με τις φίλες μου στο κέντρο της πόλης, θυμάμαι τον μετά αποχαιρετισμό στο μετρό, τον κόμπο στο λαιμό μετά τη μουσική του ακορντεονίστα, θυμάμαι εκείνον τον ουρανό στη συμβολή Λαρίσης και Κηφισίας. Θυμάμαι τα δάκρυα. Θυμάμαι αυτό που έγραψα κλείνοντας το κείμενο "και λέω στο εαυτό μου ότι ποτέ δε θα συνηθίσεις να φεύγεις από 'δω. Ποτέ." Μάλιστα είχα γράψει το ποτέ με έντονο μαύρο, για να του δώσω πιο πολλή έμφαση. Ήθελα αυτό το ποτέ να καταφέρει να κλείσει μέσα του όλη αυτήν την μελαγχολία του αποχωρισμού και όχι αποχαιρετισμού, γιατί έτσι το ένιωθα τότε. Κάθε αναχώρηση, ήταν ένας μικρός αποχωρισμός. Κι όπως είχα γράψει και πιο παλιά, σε κάποιο άλλο νοσταλγικό κείμενο που απευθυνόταν και πάλι στην Αθήνα "Every time we say goodbye, I die a little..."

Θυμάμαι εκείνο το πρωί, λίγο πριν συναντηθούμε οι τέσσερις φίλες, η μία από αυτές μου έστειλε μία προκήρυξη. Ήταν μια προκήρυξη για νέους μεταδιδάκτορες. Στο μήνυμα μου έγραφε "Διάβασέ το, ίσως σε ενδιαφέρει". Έριξα μια βιαστική ματιά. Μετά το άφησα για όταν θα γύριζα σπίτι. Γύρισα σπίτι μετά από εκείνη τη σκηνή με τον αθηναϊκό ουρανό, με τα συναισθήματα τόσο ανάμεικτα και εκείνη τη διάχυτη μελαγχολία στον αέρα. Αφού έγραψα το κείμενο, ξαναδιάβασα την προκήρυξη, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά. Είπα μέσα μου "λες;". 

Και είπα. Για τους επόμενους δύο μήνες το σκεφτόμουν συνέχεια. Αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά μου, να καθίσω να γράψω μόνη μου την πρώτη μου πρόταση για ένα ερευνητικό έργο κατάδικό μου, για τη χώρα μου, για τη γλώσσα μου, με τη δική μου ομάδα. Αυτό που πάντα (νόμιζα ότι) ήθελα. Πέρασα βράδια με ξενύχτια, βδομάδες ολόκληρες. Με άγχος, πίεση, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας. Στο μυαλό μου γύριζε συνέχεια εκείνο το σούρουπο της αναχώρησης και της κάθε αναχώρησης. Νομίζω ότι έβαλα σ' εκείνη την πρόταση όλη μου τη νοσταλγία των τελευταίων χρόνων. Και κατέθεσα την πρόταση. 

Ο καιρός περνούσε. Στο μεταξύ η ζωή προχωρούσε. Προχωρούσε με το δικό της τρόπο, χωρίς να ρωτά (-έτσι γίνεται πάντα, άλλωστε). Νέα πράγματα ήρθαν στο δρόμο μου, νέα δεδομένα. Εκείνο το καλοκαίρι που ακολούθησε και παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια αποφάσισα- αποφασίσαμε- να δώσουμε άλλη μια ευκαιρία στη Βαρκελώνη. Κανένα νέο δεν είχε έρθει άλλωστε από την Αθήνα κι εκείνη την πρόταση. Ήρθαν αλλαγές, άλλες δύσκολες, άλλες όμορφες. Όπως το καινούργιο μας σπίτι. Αυτό που τόσο καιρό ψάχναμε. Αυτό που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά μια μέρα του Ιούλη. Αυτό που νοικιάσαμε με όλη μας την ilusión γι αυτό το καινούργιο που ξεκινούσε. Αυτό που φτιάξαμε γωνιά-γωνιά μαζί από την αρχή. Αυτό που μας έφερε έναν υπέροχο χρόνο γλυκιάς καθημερινότητας. Ναι, αυτό ήταν που μας έδωσε πέρυσι η Βαρκελώνη: μια γλυκιά καθημερότητα. Απλή και γλυκιά. Δηλαδή, όμορφη. Και κέρδισε στην καρδιά μου το στοίχημα. 

Ο καιρός συνέχισε να περνάει. Η ζωή συνέχισε να προχωράει, με τον δικό της πάντα τρόπο. Και να φέρνει νέα δεδομένα, χωρίς να ρωτά. Κι έτσι μια μέρα έλαβα την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εκείνης της πρότασης που είχα καταθέσει. Μου είχαν δώσει το ερευνητικό. Αν είχα γράψει αυτές τις γραμμές τότε που πρωτοέλαβα την απάντηση θα είχα κλείσει την προηγούμενη πρόταση με ένα τεράστιο θαυμαστικό. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική, ειδικά μετά τη δύσκολη εργασιακά περσινή χρονιά. Τώρα, όμως, την κλείνω με τελεία. Τελεία. Τι σου είναι ο άνθρωπος;

Ο περασμένος Σεπτέμβρης με βρήκε στην Αθήνα να παλεύω με την ελληνική γραφειοκρατία. Με βρήκε μακριά από το σπίτι μου και από την πόλη στην οποία είχα περάσει τα εννιά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Κάποτε πίστευα ότι αυτή η επιστροφή που τόσο νοσταλγικά πρόσμενα κάποτε, θα ήταν γλυκιά. Όχι εύκολη, αλλά τουλάχιστον γλυκιά. Και ξαφνικά ήρθε η μεγάλη συνειδητοποίηση: Ένιωθα ξένη. Χαμένη. Αποπροσανατολισμένη. Για πρώτη φορά ένιωθα ξένη στην ίδια μου την πόλη. Ξένη ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Ξένη γιατί ζούσα μια ζωή που δεν ήταν η δική μου. Που δεν ήθελα να είναι η δική μου. Σκέφτηκα τη Βαρκελώνη. Τα όσα νόμιζα τόσα χρόνια ότι στερούμουν όσο ζούσα εκεί. Ξεχνούσα, όμως, τα όσα μου έδινε. Ξεχνούσα ότι εκείνη με έκανε αυτό που είμαι τώρα. Ότι εκεί είναι η καθημερινότητά μου. Ότι όσο κι αν νοσταλγούσα, μέσα μου ήμουν τελικά πολύ πιο δεμένη από όσο νόμιζα μαζί της. Τόσο που πλέον δε μπορώ να με φανταστώ μακριά της. Και ξαφνικά ένιωσα για πρώτη φορά κάτι που με τρόμαξε: ότι μέσα μου δεν ανήκω πια εδώ, αλλά εκεί. Δεν το σκέφτηκα. Το ένιωσα. 

Και κάπως έτσι η νοσταλγία γύρισε από την αντίθετη κατεύθυνση και με τάραξε. 

Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Κι εγώ τώρα επιστρέφω σ' εκείνο το κείμενο της 14ης Ιανουαρίου του 2017 για να βρω όλη την ilusión που είχα νιώσει τότε για μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση που τώρα έγινε κατά κάποιον τρόπο παρόν. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ όλα όσα αισθανόμουν. Όσα σκεφτόμουν. Αλλά, δυστυχώς, "Τίποτα δεν είναι πάντα όσο τέλειο θα ήθελες να ήταν"

Προσπαθώ γράφοντας να βάλω σε τάξη την εσωτερική αναταραχή που νιώθω τους τελευταίους μήνες. Αυτόν τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθώ να συνδέσω τα γεγονότα μεταξύ τους, να βρω συμβολισμούς πίσω από αυτά. Να πω ότι όλα γίνονται για κάποιον λόγο, για να οδηγηθούμε λίγο παρακάτω. 

Προσπαθώ να συλλογιστώ πώς θα είναι τα επόμενα χρόνια, πώς θα είναι αυτό το πήγαινε-έλα, από την αντίθετη τώρα κατεύθυνση. Θα αντέξω; Θα τα καταφέρω; Μπορώ; Θέλω; 

Προσπαθώ να κλείσω τις σκέψεις μου με κάτι αισιόδοξο ή έστω πιο θετικό... 

Θα επιστρέψω σε δυο φράσεις-καταφύγιο, και θα τις πιστέψω με όλη μου τη δύναμη, γιατί το έχω ανάγκη, πιο πολύ από ποτέ:

1. "Μη διώχνεις κάτι που έρχεται..."
2. "Η ζωή ξέρει."




Μ.
13.10.2018
Βαρκελώνη







Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το καινούργιο μπαλκόνι...






Είναι Κυριακή απόγευμα και κάθομαι στο καινούργιο τραπέζι του καινούργιου μπαλκονιού. Είναι πιο μεγάλο από εκείνο το μικροσκοπικό μπαλκονάκι της calle Marina, που είχε θέα τη Sagrada Familia και τη θάλασσα- για χρόνια η πιο αγαπημένη μου γωνιά. Το καινούργιο είναι μεγάλο και έχει θέα στον Torre Agbar από τη μια, και από την άλλη στο βουνό και στο πάρκο της γειτονιάς. Είναι πιο ψηλό από το προηγούμενο κι έτσι από μακριά μπορεί να βλέπει κανείς τις βαρκελωνέζικες ταράτσες, που είναι μια θέα που πάντα αγαπούσα. Βάλαμε το τραπέζι να κοιτάει προς τα κάτω, προς τη θάλασσα, κι έτσι όπως κάθομαι βλέπω από μακριά τα αεροπλάνα να σχίζουν τον αέρα καθώς πλησιάζουν την πόλη. 

Η καινούργια γειτονιά είναι πολύ ήσυχη, τόσο που μερικές φορές ξεχνάω ότι βρίσκομαι σε πόλη. Αυτό που μ'αρέσει σ' αυτό το σπίτι είναι ν' ακούω την ησυχία. Είναι μια αίσθηση πολύ πρωτόγνωρη για μένα. Έτσι όπως κάθομαι στο μπαλκόνι, ακούω τα φύλλα των δέντρων που κουνιούνται, το κελάηδισμα των πουλιών από το πάρκο, βλέπω τον ουρανό να αλλάζει χρώματα, τα σύννεφα να αλλάζουν σχήματα, τα πουλιά που πετούν πάνω από τις ταράτσες, τα αεροπλάνα- πάντα αυτά που έρχονται και ποτέ αυτά που φέυγουν. Βλέπω ορίζοντα. Όλες αυτές οι εικόνες, αυτές οι στιγμές, μοιάζουν σαν σκηνές βγαλμένες από βουβή ταινία. Κινήσεις χωρίς ήχο, αλλά με τόση μαγεία μέσα τους. Τα σούρουπα στο μπαλκόνι έχουν μέσα τους κάτι ποιητικό. 


...

Το καλοκαίρι προσπαθεί να μπει δειλά στην πόλη, αλλά δεν τα έχει καταφέρει ακόμα πολύ καλά. Ωστόσο, μπορεί να δει κανείς πώς η πόλη αλλάζει, πώς παίρνει σιγά-σιγά το θερινό της πρόσωπο. Κάθε καλοκαίρι (ξανά)σκέφτομαι πόσο όμορφη είναι η Βαρκελώνη. Συνειδητοποιώ ξανά πόσο την αγαπώ, πόσο δική μου έχει γίνει. Του χρόνου θα κλείσω μια δεκαετία κοντά της. Μία δεκαετία

Τους τελευταίες μήνες σκέφτομαι πώς θα ήταν αν την αποχωριζόμουν. Πώς θα είναι του χρόνου που θα πρέπει να είμαι για αρκετό χρόνο μακριά της. Πώς θα είναι η επιστροφή στην πόλη που τόσα χρόνια γέμιζε τις εδώ μέρες μου με νοσταλγία. Πώς έγινε και ξαφνικά γύρισε τόσο αντίστροφα η νοσταλγία

...

Τελικά δεν ήμουν όσο έτοιμη νόμιζα για να την αφήσω. Οι πόλεις που ζήσαμε έχουν έναν δικό τους τρόπο να μας δείχνουν πόσο δεμένοι είμαστε μαζί τους. Έχουν έναν δικό τους τρόπο να μας υπενθυμίζουν τα όσα έχουμε ζήσει κοντά τους, τα όσα μας έκαναν αυτούς που είμαστε. Τα όσα μας κρατάνε και θα μας κρατάνε πάντα. Εδώ. 


...

Τελικά πού είναι αυτό το εδώ

...

Ξεστράτισα και πάλι. Δεν φταίει η νοσταλγία. Φταίει το σούρουπο, φταίει το μπαλκόνι. Ίσως να φταίει κι η Κυριακή. 





Μ.
10.06.2018
Βαρκελώνη







Σάββατο 21 Απριλίου 2018

"Χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας..."






Αυτό το τόσο όμορφο τραγούδι, με τους υπέροχους στίχους του Μιχάλη Γκανά, είναι ένα από τα αγαπημένα μου όλων των εποχών. Κάθε φορά που το ακούω, σταματάω ό, τι κάνω. Σταματάω ακόμα και να σκέφτομαι. Αισθάνομαι ότι μεγαλώνοντας το καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ. Νιώθω κάθε του στίχο έναν προς έναν. 

Θυμάμαι τη σειρά στην οποία ακουγόταν το συγκεκριμένο τραγούδι. "Λόγω τιμής". Πρωτοπαίχτηκε το 1996 κι εγώ τότε ήμουν 10 χρονών. Οι γονείς μου την έβλεπαν φανατικά, αλλά επειδή παιζόταν πολύ αργά, εμένα δε με άφηναν να τη δω. Εγώ, όμως, είχα κάνει τη μυστική μου επανάσταση! Είχα βρει μια πατέντα για να το βλέπω χωρίς να με παίρνουν χαμπάρι: όταν άρχιζε η σειρά, σηκωνόμουν αθόρυβα από το κρεβάτι μου, πήγαινα στο χωλ, κοντά στο σαλόνι, καθόμουν σε μια γωνιά κι έβλεπα μέσα από τον αντικατοπτρισμό της τηλεόρασης στη βιτρίνα! Μιλάμε για μεγάλη πατέντα, όχι αστεία! Έτσι είχα δει αρκετά επεισόδια, όμως ήμουν τόσο πολύ περήφανη και χαρούμενη για την ιδέα που είχα σκαρφιστεί, που θα έσκαγα αν δε το μοιραζόμουν με κάποιον! Αδέρφια, δυστυχώς, δεν είχα, οπότε μπορούσα να το μοιραστώ μόνο με τους γονείς μου. Τόσο πολύ ήθελα να με θαυμάσουν γι αυτό που είχα σκεφτεί, που ένα βράδυ, όταν ξεκίνησε η σειρά κι εγώ βγήκα από το δωμάτιο και πήγα στο κρησφύγετό μου, αποφάσισα να τους κάνω να με ανακαλύψουν. Δε θυμάμαι αν έβηξα δήθεν κατά λάθος ή τι ακριβώς έκανα για να με καταλάβουν και να έρθουν να με βρουν. Θυμάμαι, όμως την έκπληξή τους. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι εκείνη τη σκηνή! Νομίζω είχαν γελάσει, ίσως και καμαρώσει για την επινοητικότητά μου. Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η αποκάλυψη μου στοίχησε το να μην ξαναδώ άλλα επεισόδια της σειράς. Δε βαριέσαι...!

Χρόνια μετά, σε κάποιες επαναλήψεις είχε πάρει το μάτι μου κάποια σκόρπια επεισόδια, αλλά καημό το είχα να ξαναδώ όλη τη σειρά από την αρχή μέχρι το τέλος, έτσι τιμής ένεκεν για τότε που δεν τα είχα καταφέρει μικρή! Την ιδέα μου την έβαλε η φίλη μου η Κ., που πάντα με καταστρέφει με κάτι τέτοιες ιδέες της, μια και τον Μάρτιο που βρεθήκαμε μου είπε ότι την ξαναέβλεπε αυτή την εποχή. Έτσι κι εγώ την περασμένη Παρασκευή αποφάσισα να ξεκινήσω εκείνο το εγχείρημα.

Και μόνο το τραγούδι των τίτλων της σειράς, με γύρισε πίσω σε μια άλλη εποχή... Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίηση ότι όλα πλέον τα καταλαβαίνω αλλιώς. Η φοιτητοπαρέα από την Πάτρα, τα φοιτητικά χρόνια που τότε θαύμαζα και περίμενα να ζήσω κι εγώ. Τώρα όλα αυτά είναι εμπειρίες που υπήρξαν, μια περίοδος της ζωής μου που έχει βιωθεί και που συνειδητοποιώ, όχι χωρίς κάποια μελαγχολία, ότι πέρασε ή περνάει πλέον ανεπιστρεπτί. Όταν οι γονείς μου έβλεπαν τότε τη σειρά ήταν 36 χρονών, πόσο νέοι! Είχαν- παρά λίγα χρόνια- την ηλικία που έχω εγώ σήμερα. Και μένα φάνταζαν στα μάτια μου τόσο μεγάλοι, τόσο γονείς... Και δεν ήταν παρά 36 χρονών! 

Βλέπω στη σειρά μια άλλη Αθήνα. Μια ρετρό Αθήνα στην οποία όμως έζησα και μεγάλωσα.  Μια Αθήνα που τότε, αλλά και πολύ αργότερα, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο γοητευτική είναι. Ήταν η δεκαετία του 90, το Παγκράτι, τα τρόλει, τα λεωφορεία, τα ρούχα εκείνης της εποχής. Λέω εκείνης της εποχής. Έφτασα να λέω εκείνης της εποχήςγιατί ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Έφτασα να λέω πριν από είκοσι χρόνια. Μεγαλώσαμε 

Κάποια επεισόδια της σειράς έχουν γυριστεί στη Βαρκελώνη. Αυτό δεν το θυμόμουν! Κοίτα σύμπτωση! Βλέπω την Βαρκελώνη των Ολυμπιακών Αγώνων, τα ταξί που είναι ίδια με σήμερα-κίτρινα και μάυρα- τα ψηλά, καταπράσινα δέντρα, τους μεγάλους δρόμους. Βλέπω τους πρωταγωνιστές να περνάνε από την Plaça Universitat, μπροστά από το Πανεπιστήμιό μου! Η σκέψη μου ξαναγυρνάει στους γονείς μου, στους γονείς των 36 χρόνων, τότε που έβλεπαν τη σειρά. Άραγε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι εκείνο το δεκάχρονο κοριτσάκι τους που έβλεπε κρυφά τηλεόραση μέσα από τη βιτρίνα μια μέρα θα έφευγε για εκείνην την πόλη, θα σπούδαζε και αργότερα θα δούλευε σ' εκείνο το Πανεπιστήμιο; Στα πλάνα της σειράς φαίνεται το παράθυρο του τωρινού μου γραφείου, κι εγώ σκέφτομαι ότι, ίσως μετά από χρόνια, όταν ενδεχομένως το παρόν να έχει γίνει πια παρελθόν, να ξαναβλέπω μια μέρα τη σειρά και να λέω, κοίτα, εκείνο το παραθυράκι πάνω δεξιά ήταν το παράθυρο του γραφείου μου.


Βλέπω τις σχέσεις των ανθρώπων, τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα. Τώρα τα καταλαβαίνω όλα καλύτερα. Όταν ήμουν μικρή και βγαίναμε με τους γονείς μου έξω, μου άρεσε να χαζεύω τις παρέες των νέων. Παρέες "μικτές" που έλεγε και η γιαγιά μου, κοπέλες και νεαροί, εκείνες οι παρέες της δεκαετίας του '90. Θα μου πεις, αλλάζουν οι παρέες με τις δεκαετίες; Δεν ξέρω. Πάντως εμένα εκείνες οι παρέες μου είχαν καρφωθεί στο μυαλό. Και έφτιαχναν ό, τι αργότερα θα συγκροτούσε έναν από τους ορισμούς της δικής μου ευτυχίας: ένα μεσημέρι Σαββάτου, ένα ουζερί, φίλοι, παρέα, ήλιος, γέλια

Βλέπω τις κρίσεις στις σχέσεις των ανθρώπων, στη φιλία, στον έρωτα. Τους τσακωμούς, τις παρεξηγήσεις την αλλαγή πλεύσης, τη συμφιλίωση, και πάλι από την αρχή. "Χρώμα δεν αλλάζουν τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε". Τώρα τα καταλαβαίνω όλα καλύτερα. Πόσους ανθρώπους χάνουμε στην πορεία, πόσους βρίσκουμε, πόσες ωραίες συναντήσεις, ουσιαστικές συναντήσεις, για τις οποίες πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπήρξαν. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονών και ξέρω ότι όλα αλλάζουν. Ξέρω ότι η απώλεια, κάθε είδους, είναι μέσα στη ζωή. Αλλά δεν είμαι ούτε και πενήντα, γι αυτό ακόμα "θα εμπιστεύομαι τον άνθρωπο", ακόμα θα πιστεύω ότι η αγάπη πάντα κερδίζει στο τέλος.   



Γιατί...
  

"Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι, 
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας, 
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, 
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας..."













Μ.
20.04.2018
Βαρκελώνη

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Madrid, un día gris y triste...








Para Jose 
In Memoriam




Η Μαδρίτη ποτέ δε μου είχε φανεί πιο γκρίζα, πιο μελαγχολική, πιο θλιμμένη, όσο σήμερα.


Στο λεωφορείο που με πάει από τη Βαρκελώνη στη Μαδρίτη, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στο μαύρο, σ’ αυτό το λεωφορείο που είχα πει ότι δε θα το ξαναπάρω ποτέ, ότι δε θα ξανακάνω ποτέ αυτό το κουραστικό ταξίδι επτά ωρών στους ισπανικούς αυτοκινητόδρομους, σ’ αυτό το λεωφορείο ανέβηκα απόψε με έναν κόμπο στο στομάχι κι έναν φόβο γι’ αυτό που θα συναντήσω μόλις φτάσω.

Μέσα στη μεγάλη αυτή νυχτερινή διαδρομή, trayecto nocturno, όπως γράφει και το εισιτήριό μου, φέρνω στο νου μου τον γάμο του Jose και της Marisa, σχεδόν έξι χρόνια πριν. Ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα, ήμουν ενθουσιασμένη, έλεγα θα ζήσω Mi gran boda española! Παντρευόταν ο αδερφός του καλύτερού μου φίλου και μας είχε καλέσει! Ο γάμος θα γινόταν κοντά στο Τολέδο, σε ένα κτήμα, κι οι καλεσμένοι θα μέναμε εκεί το σαββατοκύριακο. Έχω τόσο όμορφες αναμνήσεις από εκείνη τη μέρα. Θυμάμαι τη διαδρομή Μαδρίτη-Τολέδο. Θυμάμαι την άφιξη στο ξενοδοχείο του κτήματος. Ο Jose είχε διαλέξει για μένα το πιο vintage δωμάτιο, ένα με φλοράλ κουρτίνες και υπέροχα έπιπλα. Τον θυμάμαι ντυμένο γαμπρό με ένα υπέροχο μπαρόκ κουστούμι, όμορφο και χαμογελαστό. Ευτυχισμένο. Θυμάμαι τη  Luisa, τη μητέρα του γαμπρού, να χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου λίγο πριν την τελετή και να μου φέρνει ένα πανέμορφο λουλούδι για το χέρι. Όταν προετοιμάζανε το γάμο, της είχα μιλήσει γι’ αυτό το αμερικάνικο έθιμο με το λουλούδι-βραχιολάκι στο χέρι που τόσο μου άρεσε! Το προηγούμενο βράδυ στη Μαδρίτη μου είχε πει ότι τελικά δεν είχε καταφέρει να βρει το λουλούδι-βραχιολάκι. Ήθελε να μου κάνει έκπληξη, γιατί όχι μόνο το είχε βρει, αλλά και το είχε φτιάξει όλο με πέρλες, σαν πραγματικό κόσμημα, για να μας μείνει είπε, για να το έχουμε ενθύμιο. Ένα για κάθε μία από τις φίλες του γιου της που είχαν έρθει στο γάμο. Πόσο με είχε συγκινήσει τότε…

Θυμάμαι την τελετή του γάμου την ώρα που έπεφτε ο ήλιος… Ήταν όλα μαγικά. Το ζευγάρι έλαμπε από ευτυχία. Θυμάμαι ότι τις βέρες είχαν κανονίσει να τις φέρει ένα πουλί πετώντας… Όμως το πουλί εκείνο που εκπαιδεύανε για να τις φέρει πέθανε μια μέρα πριν, και τελικά τις έφερε ένας αετός, τον οποίο όμως κρατούσε ο εκπαιδευτής γιατί δεν είχε προλάβει να μάθει την κίνηση του συγκεκριμένου πετάγματος σε ένα πρωί… Τώρα που ξαναφέρνω στο νου μου αυτό το γεγονός, σκέφτομαι ότι κανείς μας τότε δεν είχε σκεφτεί ότι εκείνο το πουλί που θα έφερνε τις βέρες και πέθανε μια μέρα πριν ήταν ίσως ένας κακός οιωνός για το τι θα ακολουθούσε… Κανείς μας τότε δε σκεφτόταν τίποτα άσχημο, καμιά αρνητική σκέψη δε χωρούσε στο μυαλό μας.

Θυμάμαι το τραπέζι μας, είχε το όνομα «Καζαμπλάνκα». Ο Javier, το Χαβιεράκι μου, ο καλύτερός μου φίλος, είχε πει στον αδερφό του για το πόσο μου άρεσε αυτή η ταινία. Είχαν προσέξει όλες τις λεπτομέρειες. Θυμάμαι το πρώτο πιάτο, gazpacho με φράουλες, θυμάμαι το χορό των νεονύμφων, θυμάμαι ένα θέαμα με φλαμένκο και άλογα, θυμάμαι τα γέλια, τη χαρά, το ¡vivan los novios!, θυμάμαι ένα ξέφρενο γλέντι μέχρι το πρωί.

Εκείνος ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα. Και τώρα, σκέφτομαι, πάω στην πρώτη ισπανική κηδεία. Και είναι του ίδιου ανθρώπου. Τι σου είναι η ζωή… Ο Jose έφυγε σήμερα το πρωί.


Φτάνω στη στάση των λεωφορείων Méndez Alvaro, είναι έξι παρά το πρωί και είναι ακόμα νύχτα. Κάνει κρύο, βρέχει, κι εγώ σφίγγω ακόμα πιο δυνατά το μαύρο κασκόλ μου. Σταματάω ένα ταξί, πού πάμε, μου λέει ο ταξιτζής. Tanatorio Sur, του λέω. Tanatorio. Τι φρικτή λέξη. Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει από την πρώτη φορά που την είχα δει γραμμένη. Είναι τα κτίρια όπου οι Ισπανοί ξενυχτάνε τους νεκρούς τους πριν την ταφή. Με τρομάζει τόσο η λέξη όσο και η ιδέα. Tanatorio, το μέρος του θανάτου. Τι φρικτά κτίρια, τσιμεντένια, απρόσωπα, κρύα. Το ταξί με πάει ως την πόρτα. Παίρνω τη βαλίτσα μου και φτάνω στη ρεσεψιόν. «J.C.V. Sala 18», μου λέει. Είναι 6 το πρωί και δεν υπάρχει κανείς, εκτός από τους φύλακες και τη ρεσεψιονίστ. Νεκρική σιγή, σκέφτομαι. Πόσο τραγικά αληθινή έκφραση γι’ αυτή τη στιγμή. Δεν ακούγεται άλλος ήχος εκτός από τα βηματισμό μου και το σύρσιμο από τα ροδάκια της βαλίτσας μου. Ξεκινάω να προχωρώ στο μεγάλο διάδρομο, από το 1 προς το νούμερο 18. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά, το στομάχι μου να δένεται πιο σφιχτά. Νιώθω έναν απέραντο πόνο και μία απροσδιόριστη αγωνία. Φτάνω στο νούμερο 18, διαβάζω το χαρτί με το όνομα του Jose. Θεέ μου, ποτέ δεν περίμενα να δω το όνομά του γραμμένο σε κηδειόσημο. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό και χτυπάω την πόρτα. Μου ανοίγει κάποιος, μπαίνω, δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Ο Javier με τους γονείς του στους μαύρους καναπέδες, δεν με αναγνωρίζουν στην αρχή μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που η Luisa φωνάζει María, María, cielo… Πέφτω στην αγκαλιά τους, δε μπορώ να ψελλίσω τίποτα άλλο πέρα από ένα Lo siento, lo siento mucho. Βλέπω από μακριά τον Jose, τον πλησιάζω, ξαπλωμένος, γαλήνιος, ξεκουράζεται πια, Θεέ μου, σκέφτομαι, τον τσάκισε αυτή η αρρώστια, Θεέ μου, τόσο νέος, είναι δυνατόν; Γυρίζω στο πλευρό της ισπανικής μου οικογένειας, κάθομαι μαζί τους, τι να τους πω; Τι να πεις αυτές τις στιγμές, πώς να βοηθήσεις;

Η ώρα περνάει, η ταφή θα γίνει στις 9.20. Ο κόσμος έρχεται σιγά-σιγά. Στην αίθουσα όπου είναι ο Jose υπάρχει μια πολυθρόνα. Βλέπω τη Luisa καθισμένη να τον κοιτάει, σιωπηλή, μαυροφορεμένη, με σταυρωμένα τα στρουμπουλά χεράκια της, τα πάντα τόσο περιποιημένα, δεν έχει πια δάκρυα, πόσο θα έχει κλάψει αυτή η γυναίκα τους τελευταίους μήνες… «Το είχα καταλάβει ότι μας έφευγε», μου είχε πει πιο πριν στο διάδρομο. «Η ζωή μερικές φορές είναι πολύ άδικη, αλλά όπως και να είναι, είναι έτσι». Βλέπω τον πατέρα, χαμένος, απροετοίμαστος, πονεμένος. Πόσο δύσκολο είναι να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να υποφέρουν…


Μετά την ταφή με πηγαίνουν με το αμάξι στην Atocha. Λίγο πριν με αφήσουν η Luisa μου δίνει μία καρτούλα που εδώ τη λένε recordatorio. Γράφει μια ευχή και το όνομα αυτού που πέθανε. Την ανοίγω γράφει

J.C.V.
Que falleció en Móstoles (Madrid)
el día 2 de marzo
a los 41 años de edad
D.E.P.
Su esposa, padres, padres políticos, hermano y demás familia


Λες και μάντεψε τη σκέψη μου, μου λέει «Κάποτε σου δώσαμε το προσκλητήριο του γάμου του, τώρα σου δίνουμε αυτό». Αυτή της η φράση με τσάκισε και δε μπορώ να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Ο Javier λυγίζει κι αυτός, και τώρα κρατιόμαστε και κλαίμε κι οι δύο, μέσα στο αυτοκίνητο, και δεν ξέρω τελικά ποιος παρηγορεί ποιον.

Κατεβαίνω στην Atocha, μου λένε ότι δε θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που έκανα γι’ αυτούς σήμερα. Τους λέω ότι δε θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι άλλο. Δε θα μπορούσα να μην είμαι εδώ. Όταν μ’ αφήνουν, νιώθω ράκος. Αφήνω τη βαλίτσα κι αποφασίζω να περπατήσω στην πόλη. Χρειάζομαι αέρα. Περπατάω, περπατάω, κάνω την ίδια διαδρομή που κάνω πάντα, αλλά για πρώτη φορά δε μπορώ να χαρώ την άφιξή μου στην πρωτεύουσα. Σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες ώρες, σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, από εκείνη την Κυριακή που με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι η κατάσταση του Jose ήταν πλέον μη αναστρέψιμη και όλα ήταν θέμα χρόνου. Δεν το χωράει το μυαλό μου πώς άλλαξαν όλα σε έξι μήνες.. Ξαναφέρνω στο νου μου όσα μου διηγήθηκε ο Javier το πρωί, για τις τελευταίες ώρες με τον αδερφό του, για όσα έζησε, για τις στιγμές που δε θα ξεχάσει και που τον σημάδεψαν. Σκέφτομαι πόσο μεγάλο πράγμα είναι η φιλία, νιώθω τυχερή που μοιράστηκε μαζί μου στιγμές τόσο προσωπικές, τόσο πολύτιμες. Νιώθω καλά που ήρθα, που ήμουν εδώ, που κατάφερα να πω αντίο στον Jose, που κατάφερα να είμαι παρούσα.

Με πονάει η απώλεια, με πονάει ο πόνος των δικών μου ανθρώπων. Με πονάει ο πόνος αυτών των ανθρώπων. Μα πιο πολύ με πονάει αυτή η μεγάλη αλήθεια που ορθώνεται σήμερα μπροστά μου και θέλει να τη δω κατάματα: η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη μερικές φορές. Είναι κάτι που δεν ήθελα να δω, που δεν ήθελα να πιστέψω. Πάντα πίστευα ότι αν είσαι καλός, αν είσαι σωστός, η ζωή θα είναι καλή μαζί σου. Ότι η ζωή είναι δίκαιη. Τώρα βλέπω ότι στη ζωή μπορούν να συμβούν τα πάντα. Και δεν έχει τόση σημασία ποιος είσαι ή τι έχεις κάνει. Η ζωή και η τύχη μπορούν να παίξουν κάποιες φορές μαζί σου. Και μπορούν να παίξουν πολύ σκληρά. 


Η καρδιά μου είναι παγωμένη. Στη Μαδρίτη ο ουρανός αρχίζει να σκοτεινιάζει περισσότερο, και λέω, πάλι καλά, τουλάχιστον θα ταιριάζει το μέσα μας με το έξω. Μετά από λίγο αρχίζει να βρέχει, αλλά εγώ συνεχίζω να περπατάω. Η  Μαδρίτη ποτέ δεν μου είχε φανεί τόσο γκρίζα, με τόση διάχυτη μελαγχολία στον αέρα, τόσο απρόσωπη, αν και ευτυχώς ακόμα οικεία.

-->
Πρέπει να επιστρέψω και παίρνω το δρόμο ξανά προς την Atocha. Λίγο πριν φτάσω, μπροστά στο μουσείο Reina Sofía κοιτάζω τον ουρανό. Μέσα στη μαυρίλα και τη θλιβερή ατμόσφαιρα, βλέπω έναν τεράστιο σμήνο πουλιών να χορεύει πάνω από το κεφάλι μου. Τα κοιτάω για κάμποσα λεπτά κι αυτά αντί να φύγουν, έρχονται κι άλλα. Τώρα χορεύουν πιο πολύ και σχηματίζουν όμορφα σχήματα στον αέρα. Δεν τα τρομάζει τίποτα, ούτε το κρύο, ούτε το γκρι, ούτε η βροχή. Σκέφτομαι ότι μέσα στο μαύρο δίνουν κάπως μια νότα αισιοδοξίας. Σκέφτομαι ότι τα έστειλε ο Jose από εκεί ψηλά που θα είναι τώρα για να μας πει ότι είναι καλά. Και ότι η ζωή συνεχίζεται πάντα. 



Μ. 
03.03.2018
Μαδρίτη