Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Madrid, un día gris y triste...








Para Jose 
In Memoriam




Η Μαδρίτη ποτέ δε μου είχε φανεί πιο γκρίζα, πιο μελαγχολική, πιο θλιμμένη, όσο σήμερα.


Στο λεωφορείο που με πάει από τη Βαρκελώνη στη Μαδρίτη, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στο μαύρο, σ’ αυτό το λεωφορείο που είχα πει ότι δε θα το ξαναπάρω ποτέ, ότι δε θα ξανακάνω ποτέ αυτό το κουραστικό ταξίδι επτά ωρών στους ισπανικούς αυτοκινητόδρομους, σ’ αυτό το λεωφορείο ανέβηκα απόψε με έναν κόμπο στο στομάχι κι έναν φόβο γι’ αυτό που θα συναντήσω μόλις φτάσω.

Μέσα στη μεγάλη αυτή νυχτερινή διαδρομή, trayecto nocturno, όπως γράφει και το εισιτήριό μου, φέρνω στο νου μου τον γάμο του Jose και της Marisa, σχεδόν έξι χρόνια πριν. Ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα, ήμουν ενθουσιασμένη, έλεγα θα ζήσω Mi gran boda española! Παντρευόταν ο αδερφός του καλύτερού μου φίλου και μας είχε καλέσει! Ο γάμος θα γινόταν κοντά στο Τολέδο, σε ένα κτήμα, κι οι καλεσμένοι θα μέναμε εκεί το σαββατοκύριακο. Έχω τόσο όμορφες αναμνήσεις από εκείνη τη μέρα. Θυμάμαι τη διαδρομή Μαδρίτη-Τολέδο. Θυμάμαι την άφιξη στο ξενοδοχείο του κτήματος. Ο Jose είχε διαλέξει για μένα το πιο vintage δωμάτιο, ένα με φλοράλ κουρτίνες και υπέροχα έπιπλα. Τον θυμάμαι ντυμένο γαμπρό με ένα υπέροχο μπαρόκ κουστούμι, όμορφο και χαμογελαστό. Ευτυχισμένο. Θυμάμαι τη  Luisa, τη μητέρα του γαμπρού, να χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου λίγο πριν την τελετή και να μου φέρνει ένα πανέμορφο λουλούδι για το χέρι. Όταν προετοιμάζανε το γάμο, της είχα μιλήσει γι’ αυτό το αμερικάνικο έθιμο με το λουλούδι-βραχιολάκι στο χέρι που τόσο μου άρεσε! Το προηγούμενο βράδυ στη Μαδρίτη μου είχε πει ότι τελικά δεν είχε καταφέρει να βρει το λουλούδι-βραχιολάκι. Ήθελε να μου κάνει έκπληξη, γιατί όχι μόνο το είχε βρει, αλλά και το είχε φτιάξει όλο με πέρλες, σαν πραγματικό κόσμημα, για να μας μείνει είπε, για να το έχουμε ενθύμιο. Ένα για κάθε μία από τις φίλες του γιου της που είχαν έρθει στο γάμο. Πόσο με είχε συγκινήσει τότε…

Θυμάμαι την τελετή του γάμου την ώρα που έπεφτε ο ήλιος… Ήταν όλα μαγικά. Το ζευγάρι έλαμπε από ευτυχία. Θυμάμαι ότι τις βέρες είχαν κανονίσει να τις φέρει ένα πουλί πετώντας… Όμως το πουλί εκείνο που εκπαιδεύανε για να τις φέρει πέθανε μια μέρα πριν, και τελικά τις έφερε ένας αετός, τον οποίο όμως κρατούσε ο εκπαιδευτής γιατί δεν είχε προλάβει να μάθει την κίνηση του συγκεκριμένου πετάγματος σε ένα πρωί… Τώρα που ξαναφέρνω στο νου μου αυτό το γεγονός, σκέφτομαι ότι κανείς μας τότε δεν είχε σκεφτεί ότι εκείνο το πουλί που θα έφερνε τις βέρες και πέθανε μια μέρα πριν ήταν ίσως ένας κακός οιωνός για το τι θα ακολουθούσε… Κανείς μας τότε δε σκεφτόταν τίποτα άσχημο, καμιά αρνητική σκέψη δε χωρούσε στο μυαλό μας.

Θυμάμαι το τραπέζι μας, είχε το όνομα «Καζαμπλάνκα». Ο Javier, το Χαβιεράκι μου, ο καλύτερός μου φίλος, είχε πει στον αδερφό του για το πόσο μου άρεσε αυτή η ταινία. Είχαν προσέξει όλες τις λεπτομέρειες. Θυμάμαι το πρώτο πιάτο, gazpacho με φράουλες, θυμάμαι το χορό των νεονύμφων, θυμάμαι ένα θέαμα με φλαμένκο και άλογα, θυμάμαι τα γέλια, τη χαρά, το ¡vivan los novios!, θυμάμαι ένα ξέφρενο γλέντι μέχρι το πρωί.

Εκείνος ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα. Και τώρα, σκέφτομαι, πάω στην πρώτη ισπανική κηδεία. Και είναι του ίδιου ανθρώπου. Τι σου είναι η ζωή… Ο Jose έφυγε σήμερα το πρωί.


Φτάνω στη στάση των λεωφορείων Méndez Alvaro, είναι έξι παρά το πρωί και είναι ακόμα νύχτα. Κάνει κρύο, βρέχει, κι εγώ σφίγγω ακόμα πιο δυνατά το μαύρο κασκόλ μου. Σταματάω ένα ταξί, πού πάμε, μου λέει ο ταξιτζής. Tanatorio Sur, του λέω. Tanatorio. Τι φρικτή λέξη. Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει από την πρώτη φορά που την είχα δει γραμμένη. Είναι τα κτίρια όπου οι Ισπανοί ξενυχτάνε τους νεκρούς τους πριν την ταφή. Με τρομάζει τόσο η λέξη όσο και η ιδέα. Tanatorio, το μέρος του θανάτου. Τι φρικτά κτίρια, τσιμεντένια, απρόσωπα, κρύα. Το ταξί με πάει ως την πόρτα. Παίρνω τη βαλίτσα μου και φτάνω στη ρεσεψιόν. «J.C.V. Sala 18», μου λέει. Είναι 6 το πρωί και δεν υπάρχει κανείς, εκτός από τους φύλακες και τη ρεσεψιονίστ. Νεκρική σιγή, σκέφτομαι. Πόσο τραγικά αληθινή έκφραση γι’ αυτή τη στιγμή. Δεν ακούγεται άλλος ήχος εκτός από τα βηματισμό μου και το σύρσιμο από τα ροδάκια της βαλίτσας μου. Ξεκινάω να προχωρώ στο μεγάλο διάδρομο, από το 1 προς το νούμερο 18. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά, το στομάχι μου να δένεται πιο σφιχτά. Νιώθω έναν απέραντο πόνο και μία απροσδιόριστη αγωνία. Φτάνω στο νούμερο 18, διαβάζω το χαρτί με το όνομα του Jose. Θεέ μου, ποτέ δεν περίμενα να δω το όνομά του γραμμένο σε κηδειόσημο. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό και χτυπάω την πόρτα. Μου ανοίγει κάποιος, μπαίνω, δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Ο Javier με τους γονείς του στους μαύρους καναπέδες, δεν με αναγνωρίζουν στην αρχή μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που η Luisa φωνάζει María, María, cielo… Πέφτω στην αγκαλιά τους, δε μπορώ να ψελλίσω τίποτα άλλο πέρα από ένα Lo siento, lo siento mucho. Βλέπω από μακριά τον Jose, τον πλησιάζω, ξαπλωμένος, γαλήνιος, ξεκουράζεται πια, Θεέ μου, σκέφτομαι, τον τσάκισε αυτή η αρρώστια, Θεέ μου, τόσο νέος, είναι δυνατόν; Γυρίζω στο πλευρό της ισπανικής μου οικογένειας, κάθομαι μαζί τους, τι να τους πω; Τι να πεις αυτές τις στιγμές, πώς να βοηθήσεις;

Η ώρα περνάει, η ταφή θα γίνει στις 9.20. Ο κόσμος έρχεται σιγά-σιγά. Στην αίθουσα όπου είναι ο Jose υπάρχει μια πολυθρόνα. Βλέπω τη Luisa καθισμένη να τον κοιτάει, σιωπηλή, μαυροφορεμένη, με σταυρωμένα τα στρουμπουλά χεράκια της, τα πάντα τόσο περιποιημένα, δεν έχει πια δάκρυα, πόσο θα έχει κλάψει αυτή η γυναίκα τους τελευταίους μήνες… «Το είχα καταλάβει ότι μας έφευγε», μου είχε πει πιο πριν στο διάδρομο. «Η ζωή μερικές φορές είναι πολύ άδικη, αλλά όπως και να είναι, είναι έτσι». Βλέπω τον πατέρα, χαμένος, απροετοίμαστος, πονεμένος. Πόσο δύσκολο είναι να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να υποφέρουν…


Μετά την ταφή με πηγαίνουν με το αμάξι στην Atocha. Λίγο πριν με αφήσουν η Luisa μου δίνει μία καρτούλα που εδώ τη λένε recordatorio. Γράφει μια ευχή και το όνομα αυτού που πέθανε. Την ανοίγω γράφει

J.C.V.
Que falleció en Móstoles (Madrid)
el día 2 de marzo
a los 41 años de edad
D.E.P.
Su esposa, padres, padres políticos, hermano y demás familia


Λες και μάντεψε τη σκέψη μου, μου λέει «Κάποτε σου δώσαμε το προσκλητήριο του γάμου του, τώρα σου δίνουμε αυτό». Αυτή της η φράση με τσάκισε και δε μπορώ να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Ο Javier λυγίζει κι αυτός, και τώρα κρατιόμαστε και κλαίμε κι οι δύο, μέσα στο αυτοκίνητο, και δεν ξέρω τελικά ποιος παρηγορεί ποιον.

Κατεβαίνω στην Atocha, μου λένε ότι δε θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που έκανα γι’ αυτούς σήμερα. Τους λέω ότι δε θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι άλλο. Δε θα μπορούσα να μην είμαι εδώ. Όταν μ’ αφήνουν, νιώθω ράκος. Αφήνω τη βαλίτσα κι αποφασίζω να περπατήσω στην πόλη. Χρειάζομαι αέρα. Περπατάω, περπατάω, κάνω την ίδια διαδρομή που κάνω πάντα, αλλά για πρώτη φορά δε μπορώ να χαρώ την άφιξή μου στην πρωτεύουσα. Σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες ώρες, σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, από εκείνη την Κυριακή που με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι η κατάσταση του Jose ήταν πλέον μη αναστρέψιμη και όλα ήταν θέμα χρόνου. Δεν το χωράει το μυαλό μου πώς άλλαξαν όλα σε έξι μήνες.. Ξαναφέρνω στο νου μου όσα μου διηγήθηκε ο Javier το πρωί, για τις τελευταίες ώρες με τον αδερφό του, για όσα έζησε, για τις στιγμές που δε θα ξεχάσει και που τον σημάδεψαν. Σκέφτομαι πόσο μεγάλο πράγμα είναι η φιλία, νιώθω τυχερή που μοιράστηκε μαζί μου στιγμές τόσο προσωπικές, τόσο πολύτιμες. Νιώθω καλά που ήρθα, που ήμουν εδώ, που κατάφερα να πω αντίο στον Jose, που κατάφερα να είμαι παρούσα.

Με πονάει η απώλεια, με πονάει ο πόνος των δικών μου ανθρώπων. Με πονάει ο πόνος αυτών των ανθρώπων. Μα πιο πολύ με πονάει αυτή η μεγάλη αλήθεια που ορθώνεται σήμερα μπροστά μου και θέλει να τη δω κατάματα: η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη μερικές φορές. Είναι κάτι που δεν ήθελα να δω, που δεν ήθελα να πιστέψω. Πάντα πίστευα ότι αν είσαι καλός, αν είσαι σωστός, η ζωή θα είναι καλή μαζί σου. Ότι η ζωή είναι δίκαιη. Τώρα βλέπω ότι στη ζωή μπορούν να συμβούν τα πάντα. Και δεν έχει τόση σημασία ποιος είσαι ή τι έχεις κάνει. Η ζωή και η τύχη μπορούν να παίξουν κάποιες φορές μαζί σου. Και μπορούν να παίξουν πολύ σκληρά. 


Η καρδιά μου είναι παγωμένη. Στη Μαδρίτη ο ουρανός αρχίζει να σκοτεινιάζει περισσότερο, και λέω, πάλι καλά, τουλάχιστον θα ταιριάζει το μέσα μας με το έξω. Μετά από λίγο αρχίζει να βρέχει, αλλά εγώ συνεχίζω να περπατάω. Η  Μαδρίτη ποτέ δεν μου είχε φανεί τόσο γκρίζα, με τόση διάχυτη μελαγχολία στον αέρα, τόσο απρόσωπη, αν και ευτυχώς ακόμα οικεία.

-->
Πρέπει να επιστρέψω και παίρνω το δρόμο ξανά προς την Atocha. Λίγο πριν φτάσω, μπροστά στο μουσείο Reina Sofía κοιτάζω τον ουρανό. Μέσα στη μαυρίλα και τη θλιβερή ατμόσφαιρα, βλέπω έναν τεράστιο σμήνο πουλιών να χορεύει πάνω από το κεφάλι μου. Τα κοιτάω για κάμποσα λεπτά κι αυτά αντί να φύγουν, έρχονται κι άλλα. Τώρα χορεύουν πιο πολύ και σχηματίζουν όμορφα σχήματα στον αέρα. Δεν τα τρομάζει τίποτα, ούτε το κρύο, ούτε το γκρι, ούτε η βροχή. Σκέφτομαι ότι μέσα στο μαύρο δίνουν κάπως μια νότα αισιοδοξίας. Σκέφτομαι ότι τα έστειλε ο Jose από εκεί ψηλά που θα είναι τώρα για να μας πει ότι είναι καλά. Και ότι η ζωή συνεχίζεται πάντα. 



Μ. 
03.03.2018
Μαδρίτη