Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Κουβάρι.




Ήρθαν και πάλι οι Παρασκευές βράδυ στο σπίτι, οι Παρασκευές της καθημερινότητας, οι Παρασκευές εδώ. Έξω βρέχει καταρρακτωδώς, ο χειμώνας στη Βαρκελώνη είχε χρόνια να είναι τόσο βαρύς. Σήμερα ήρθανε από τον Δήμο και κόψανε τα κλαδιά των δέντρων στο δρόμο. Τα δέντρα στο δρόμο είναι το σημάδι που βάζω για την αλλαγή της εποχής. Τώρα έχουν απομείνει γυμνά μέσα στην παγωνιά που σχεδόν τα λυπάμαι. Θα έρθει όμως και γι αυτά η άνοιξη και θα ανθίσουν, θα γεμίσουν πράσινα φύλλα και ο δρόμος μας θ' αλλάξει όψη. 

Οι Παρασκευές στο σπίτι είναι ήρεμες, μένω μέσα κι ο χρόνος κυλάει κάπως διαφορετικά, είναι πιο δικός μου. Λίγη μουσική, η καινούργια φυστικί λάμπα γραφείου, η σκέψη ότι αύριο είναι Σάββατο. Κι ας έχει πάει η ώρα 11 και είμαι ακόμα πάνω από τον υπολογιστή και δουλεύω. Αύριο θα ξυπνήσω χωρίς ξυπνητήρι κι αυτή είναι μια αισιόδοξη σκέψη.

Υπάρχουν περίοδοι που οι μέρες περνούν αδιάφορα, κάπως διεκπεραιωτικά. Δε μ' αρέσει οι μέρες να περνούν διεκπεραιωτικά. Θέλω να τις καταλαβαίνω, να νιώθω ότι κάθε μέρα που πέρασε δεν είναι μια μέρα που χάθηκε, όχι βέβαια ότι νιώθω τις μέρες μου να χάνονται, αλλά να, θα ήθελα λίγο παραπάνω χρόνο, θα ήθελα οι μέρες να μην είναι μία λίστα με υποχρεώσεις που πρέπει να γίνουν, θα ήθελα να ήταν λίγο μέρες πιο ξέγνοιαστες, πιο ανέμελες. Φοράω την "αναμελιά του 2017" στο λαιμό μου- αυτήν την ανεμελιά την οποία ακόμα δε μου έχει φέρει η νέα χρονιά, το αντίθετο μάλλον- και σκέφτομαι μήπως θα έπρεπε να βάλω και για φέτος ως σύνθημα εκείνη την περσινή φράση του Νίτσε, ίσως πάλι όχι.

Διαβάζω το κείμενο και δε βλέπω καμία συνοχή ούτε συνεκτικότητα, πώς πέρασα έτσι από τις Παρασκευές, στα δέντρα του δρόμου, στις μέρες χωρίς χρώμα, στην ανεμελιά. Κουβάρι σκέψεις χωρίς νόημα. Ένα σκέτο κουβάρι.

Πιο συνετό θα είναι να κλείσω τη λάμπα και να πέσω επιτέλους για ύπνο.

Καληνύχτα.



Μ.
27.01.2017
Βαρκελώνη





Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Όμορφή μου πόλη...



Λίγο πριν μια ακόμη αναχώρηση περπατώ στους δρόμους της πόλης. Κοιτάζω, απορροφώ όσο πιο πολλές εικόνες μπορώ. Οι σκέψεις πάντα ίδιες, πώς θα ήταν αν αυτοί οι δρόμοι, αυτά τα μέρη, μετά από περίπου δέκα χρόνια ξαναγίνονταν καθημερινότητα... Στο μυαλό μου τριγυρνάει η σκέψη μιας Μαρίας ενήλικης πια, σε μία άλλη δεκαετία της ζωής της, ξανά στην Αθήνα. Πώς θα ήταν; Κοιτάω τους δρόμους, τις διάφορες γειτονιές, σκέφτομαι πού θα μου άρεσε να μένω αν επέστρεφα... Πάντα μου άρεσε η περιοχή πίσω από τον Ευαγγελισμό, κάτω από τον Λυκαβηττό. Κάπως άπιαστο όνειρο, αλλά το καλό με τα όνειρα είναι ότι δεν κοστίζουν, άρα γιατί να μην τα κάνεις; Θα ήθελα, λοιπόν, ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, με θέα στις στέγες των πολυκατοικιών. Με ένα μεγάλο σαλόνι, μια τεράστια βιβλιοθήκη όπου να έχω καταφέρει επιτέλους να μαζέψω όλα μου τα βιβλία σε ένα μέρος και όχι διάσπαρτα στις πόλεις μου, και ένα καταδικό μου γραφείο, με πίνακες στο πάτωμα και όχι κρεμασμένους. 

Φαντάζομαι μια ζωή εδώ που δεν ξέρω αν θα υπάρξει ποτέ, που δεν ξέρω πόσο θέλω να ξαναϋπάρξει ή τι είμαι διατεθειμένη να θυσιάσω για να ξαναϋπάρξει.

Προχθές επέστρεψα για λίγο στην παλιά μου σχολή. Είναι περίεργο το συναίσθημα που μου βγάζει κάθε φορά που επιστρέφω, και δυστυχώς όχι πάντα ευχάριστο. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που έφυγα από εκεί με την επιθυμία να τρέξω όσο πιο μακριά μπορώ. Υπάρχουν πράγματα που δε θέλω να θυμάμαι, την αλαζονεία των περισσότερων καθηγητών, την αδιαφορία, τα μέιλ που ποτέ δεν απαντιούνταν, το χάος, την πλήρη αναξιοκρατία και την παντελή έλλειψη οργάνωσης. Καλά το είπα πριν, το χάος. Υπήρχαν και καλές αναμνήσεις, λίγες, αλλά υπήρχαν. Θυμάμαι τα πρωινά με τη Ν. στο αυτοκίνητο, τις κουβέντες μας στο δρόμο, τον καπουτσίνο με κανέλα από το κυλικείο (καλά, κορίτσια, ρυζόγαλο θα φτιάξετε;). Κάποια μαθήματα που πραγματικά μπορούσαν να εμπνεύσουν. Τη θέα από τους ψηλούς ορόφους. Τα ηλιοβασιλέματα την ώρα που σχολούσαμε. Τους στίχους του Λειβαδίτη γραμμένους στα σκαλοπάτια. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που πήγαμε με τη Ν. να γραφτούμε, τα τεράστια γράμματα "ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, 1987"- η σχολή είναι ένα χρόνο μικρότερή μας, είχα πει. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου που ήμουν εκεί, για τη φοιτητική ζωή που ξεκινούσε, για τα όσα θα μάθαινα, για το ότι ήμουν τόσο σίγουρη για την επιλογή μου. Και παρά το γεγονός ότι όσα είδαμε αργότερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν αυτά που περιμέναμε, εγώ ξέρω ότι ακόμη και σήμερα πάλι την ίδια σχολή θα επέλεγα.  

Επιστρέφω και δίνω τη διάλεξη, μιλάω επιτέλους στη γλώσσα μου- είναι πολύ σημαντικό να μιλάει κανείς στη δουλειά του στη γλώσσα του. Μ' αρέσουν οι διαλέξεις σε μεταπτυχιακούς, μ' αρέσει να μαθαίνω από εκείνους. Αλίμονο αν νομίζεις ότι θα μπεις στην τάξη και ότι οι φοιτητές είναι οι μόνοι που έχουν να μάθουν κάτι εκείνη την ημέρα. Στο τέλος της ομιλίας μένουμε μόνες μας με την καθηγήτρια που με έχει προσκαλέσει. Με ρωτάει αν σκοπέυω να επιστρέψω. Με ξαφνιάζει η ερώτησή της γιατί είναι η πρώτη φορά που δε μου λέει "Καλά είσαι εκεί που είσαι, μη γυρίσεις ποτέ". Μου λέει ότι τίποτα δεν είναι ανέφικτο, αλλά το σημαντικό είναι τι θέλω εγώ να κάνω. "Εσύ θέλεις να γυρίσεις;" Να μια καλή ερώτηση. 

Φεύγω από τη Φιλοσοφική προβληματισμένη. Σκέφτομαι ξανά τον μελλοντικό μου εαυτό σ'αυτήν την πόλη. Προσπαθώ να με δω. Κάνω αγώνα να διώξω τις άσχημες σκέψεις (τις κρύες αίθουσες, τα σπασμένα γραφεία, τη θέα αυτού του γκρίζου, βρώμικου και καταθλιπτικού κτιρίου δίπλα στο νεκροταφείο, το μπάχαλο και τις τόσο αντίξοες συνθήκες για κάθε νέο ερευνητή). Προσπαθώ να σκεφτώ όμορφα πράγματα, ένα γραφείο με θέα την πόλη-έστω και χωρίς θέρμανση- την ιδέα ότι όσα έμαθες τόσα χρόνια θα τα εφαρμόσεις στη χώρα σου, την ιδέα ότι όσα δεν σου αρέσουν σε αυτό το σύστημα μπορείς (να προσπαθήσεις) να τα αλλάξεις. Τους φοιτητές που μπήκαν κι αυτοί με ενθουσιασμό- όπως και εγώ κάποια άλλη εποχή- και που περιμένουν από κάποιον την αλλαγή. 

Σκέφτομαι κι άλλα, που τόσα χρόνια μου λείπουν. Τα κυριακάτικα τραπέζια με τους γονείς μου, τους καφέδες με τους φίλους, τις κουβέντες, τις στιγμές που χάνω. Το πού είσαι γιατί δεν περνάς από 'δω λίγο, την κοινή καθημερινότητα με τους ανθρώπους που αγαπάω.

Σάββατο πρωί και είμαι φορτωμένη σκέψεις, τις οποίες μοιράζομαι με τις φίλες μου. Είμαστε στο κέντρο και είναι τόσο όμορφα. Η Κ. με ρωτάει πώς νιώθω που αύριο φεύγω κι εγώ λέω πως είμαι καλά αυτή τη φορά, μια και ξέρω ότι σύντομα θα είμαι και πάλι εδώ.

Στο δρόμο της επιστροφής όλα αλλάζουν. Ο αθηναϊκός ουρανός έχει πάρει ένα υπέροχο χρώμα, αλλά ο αέρας μυρίζει ξαφνικά βροχή και μελαγχολία. Στο μετρό λίγο πριν αποχαιρετίσω την Ο. που γυρίζει μαζί μου, νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. Την αποχαιρετάω και κατεβαίνω στη στάση μου, ενώ πίσω ακούγεται ο ήχος ενός ακορντεόν... Παίζει μια πολύ μελαγχολική μελωδία κι εγώ νιώθω τον κόμπο να μου ανεβαίνει ως το λαιμό και να με πνίγει. Βγαίνω από το σταθμό, κοιτάω τον ουρανό, τις αμπελοκηπιώτικες πολυκατοικίες, τον κόσμο που περπατάει. Στη συμβολή Λαρίσης και Κηφισίας, λίγο πριν περάσω το φανάρι κοιτάω στο βάθος της λεωφόρου. Ένας ουρανός φωτιά. Χωρίς να καταλάβω πώς τα μάτια μου έχουν γεμίσει δάκρυα. Στο μυαλό μου αυτή δεν είναι μια απλή εικόνα, είναι το "εδώ" μου. Από αύριο, θα βρίσκομαι πάλι σε μια άλλη πόλη και αυτός ο ουρανός δε θα είναι παρά μια ανάμνηση.

Το Σάββατο μύρισε αποχαιρετισμό και με πονάει. Περπατώ ακόμα με τα μάτια υγρά και λέω στον εαυτό μου ποτέ δε θα συνηθίσεις να φεύγεις από 'δω. Ποτέ.



Μ.
14.01.2017
Αθήνα 

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Σκόρπιες σκέψεις σε λευκό φόντο.






Ποτέ δεν είχα δει το χωριό στα λευκά. Δεν πίστευα καν ότι μπορεί να το στρώσει σ' ένα μέρος που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. Χτες βράδυ είχα πολλά στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα για ώρες μέχρι τα ξημερώματα. Κάποια στιγμή άνοιξα το παράθυρο και άκουσα για λίγο τον ήχο των κυμάτων και του χιονόνερου που έπεφτε στα κεραμίδια. Ήταν τόσο όμορφα που θα ήθελα να μην κάνει κρύο και να μπορέσω να αποκοιμηθώ έτσι, αφήνοντάς το παράθυρο ανοιχτό όλη τη νύχτα... 

Το πρωί με ξύπνησε η φωνή της μαμάς. Ήρθε τρέχοντας να μου ανοίξει τις κουρτίνες, έλα να δεις κάτι που δεν έχεις ξαναδεί, το Κυπαρίσσι στα λευκά. Άνοιξα τα μάτια μου, ήταν υπέροχη η εικόνα. Ξάπλωμένη στο κρεβάτι και μέσα στη θαλπωρή της ροζ μου καρό κουβέρτας έβλεπα τον μώλο, το βουνό χιονισμένο, το γήπεδο με χιόνι, τη θάλασσα. Κάποια στιγμή με ξαναπήρε ο ύπνος. 

Με ξαναξύπνησε η φωνή της μαμάς. Αποκλειστήκαμε, οι δρόμοι έχουν κλείσει, δε μπορούμε να γυρίσουμε στην Αθήνα σήμερα. Πάρε να ακυρώσεις την ομιλία σου για αύριο. Επίσης πέθανε ο μπαρμπά-Χρόνης. Πόσες πληροφορίες να επεξεργαστεί κανείς σε τριάντα δευτερόλεπτα; Η ιδέα του να αποκλειστούμε στο χωριό δε με πείραζε τόσο. Τηλεφώνησα και ακύρωσα την ομιλία που είχα για αύριο στη Φιλοσοφική. Με λίγη τύχη θα τη δώσω κάποια άλλη μέρα μέσα στην εβδομάδα. Ο μπαρμπα-Χρόνης είναι, ήταν ο αδερφός του παππού. Μικρότερος από αυτόν. Κατά 20 μήνες, όπως σπεύδει πάντα να διευκρινίσει ο παππούς. (Τι έγινε, δηλαδή, αν πει δυο χρόνια;)Ήταν μεγάλος, 88 χρονών και τους τελευταίους μήνες ήταν στο κρεβάτι. Στεναχωρήθηκα γι αυτόν, αλλά πιο πολύ στεναχωρήθηκα για τον παππού. Έχει χάσει όλα του σχεδόν τα αδέρφια, έμεινε μόνο εκείνος και η μια του αδερφή. Το απόγευμα τον έπιασα καθισμένο στη σόμπα, σκεπτικό και θλιμμένο, με τα μάτια υγρά. Μ' ένα βλέμμα τόσο τσακισμένο που με τσάκισε και μένα. Σκέφτηκα πώς είναι να ζεις κάθε μέρα με την απουσία όλων των ανθρώπων που ήταν η ζωή σου... Πώς συνηθίζεις στους αποχαιρετισμούς... Προχθές είχα πάει στο νεκροταφείο να ανάψω τη γιαγιά και περπάτησα λίγο στα γύρω μνήματα. Έβλεπα εικόνες ανθρώπων που ήταν μέρος της παιδικής μου ηλικίας, τους έβλεπα τα καλοκαίρια, τις γιορτές, το Πάσχα, μεγάλωσα μαζί τους, ανάμεσά τους, τους θυμάμαι να κατεβαίνουν το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας, να μας χαιρετάνε, κάποιων μάλιστα είναι σαν να ακούω ακόμα τις φωνές τους στα αυτιά μου. Και τώρα βλέπω μπροστά μου μια φωτογραφία μιας άλλης εποχής, κοιτούν χαμογελαστοί και ευθείς, πού να φαντάζονταν που θα κατέληγε αυτό τους το πορτρέτο... Βλέπω τις φωτογραφίες και δεν πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν φύγει, έχω την αίσθηση ότι κάπου συνεχίζουν να ζουν και ότι το καλοκαίρι θα τους ξαναδώ να περνάνε από το σπίτι. Η ζωή μου υποδεικνύει με κάθε τρόπο πως έχω μεγαλώσει. Μου υποδεικνύει το τέλος εποχής

Ξεστράτισα... Έλεγα για τον παππού. Κάθισα λίγο μαζί του δίπλα στη φωτιά. Ήταν δύσκολο να του πάρεις κουβέντα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να ανέβω στο δωμάτιό μου και να τον αφήσω μόνο του. Ίσως το χρειαζόταν και δεν ήθελε να μου το ζητήσει. Ανέβηκα στο δωμάτιο, κοίταξα αυτήν την τόσο όμορφη θέα του παραθύρου μου (υπάρχει πιο όμορφη θέα από αυτή της θάλασσας;), είδα το χιόνι, έσφιξα τη ζεστή μου ζακέτα και σκέφτηκα, κάπως εγωιστικά, ότι σήμερα θα μπορούσε να ήταν μια πολύ γλυκιά και οικογενειακή μέρα, αν δεν την σκίαζε αυτή η άσχημη είδηση. Αλλά τι να κάνουμε, όλα μέσα στη ζωή είναι...


Άνοιξα για λίγο την τηλεόραση, δεν ξέρω γιατί, και έπεσα πάνω σε μία συνέντευξη του Κραουνάκη. Τον ρωτούσαν για το αν είναι συμφιλιωμένος με την ιδέα ότι οι άνθρωποι που αγαπά φεύγουν (κοίτα τώρα κάτι συμπτώσεις, βαλτοί είναι;) κι εκείνος έλεγε ότι είναι απόλυτα, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Επίσης είπε μια φράση το νόημα της οποίας το έχω σκεφτεί πολλές φορές και μακάρι όλοι να μπορούσαμε να το κάνουμε πράξη. Είπε "η καλύτερη λύση αντί να τρελαινόμαστε κυνηγώντας λεφτά, είναι να συμπεριφερόμαστε σαν μελλοθάνατοι. Αυτό σε κάνει να απολαμβάνεις τη στιγμή εξαιρετικά, να διώχνεις οποιοδήποτε πανικό σου δημιουργεί μια κακή καθημερινότητα... (...) Απολάμβανε την κάθε μέρα σου σαν να είναι η τελευταία." Αυτό.

Και η συνέντευξη τελείωνε με μια ευχή που μου άρεσε και τη συγκράτησα:
"εύχομαι στους ανθρώπους να φροντίσουν πάρα πολύ την ψυχή τους, να την ταΐσουνε ωραία πράγματα..."

Ωραία ευχή, δε νομίζεις;



Μ.
08.01.2017
Κυπαρίσσι Λακωνίας




Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

"Η νοσταλγία θα δικαιωθεί φαντασμαγορικά κάποια στιγμή στο μέλλον." *



Μία από τις πιο σημαντικές ιεροτελεστίες για την καινούργια χρονιά είναι η αγορά της καινούργιας ατζέντας. Η πιο σημαντική σελίδα της ατζέντας είναι η πρώτη, που έχει και το μήνυμα-σύνθημα για τη χρονιά που έρχεται... Πέρυσι έγραφα την παρακάτω φράση του Νίτσε και νομίζω δε θα μπορούσα να βρω κάποια πιο ταιριαστή για τη χρονιά που πέρασε.





Για φέτος δεν είχα βρει ακόμα μία φράση που να μου έκανε κλικ κι έτσι η πρώτη σελίδα ήταν κενή... Μέχρι πριν λίγα λεπτά. Το κλικ έγινε και το οφείλω σ' αυτό το κορίτσι που θέλει πολλά και που με προτρέπει και μένα με τον τρόπο του να μη σταματάω κι εγώ να θέλω. 

Άρα η φράση-προτροπή-ελπίδα για το 2017 έχει ως εξής:







+ΑΝΕΜΕΛΙΑ!!!
(να μην ξεχνιόμαστε!)




*"Θα νικήσουμε"
(και εννοείται το ποστ αφιερωμένο φυσικά! :) )



Μ.
06.01.2017
Κυπαρίσσι Λακωνίας

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

"Κι αυτή η νοσταλγία μας γι αυτό που ποτέ δεν υπήρξε..."







Χειμώνας στο χωριό, μυρωδιά από τζάκι, βρεγμένο χώμα, θάλασσα. Ερημιά στα μικρά δρομάκια, μόνο ο καπνός από κάποιες καμινάδες μαρτυρά ότι το χωριό δεν είναι τελείως άδειο. 

Οι βόλτες στο έρημο Κυπαρισσάκι μου είναι η δική μου επιστροφή. Όταν ήμουν μικρή έλεγα όταν θα μεγαλώσω θα έρχομαι στο χωριό, θα έχω ένα γραφείο μπροστά στο παράθυρο που κοιτάει τη θάλασσα, θα απομονώνομαι και θα γράφω τα βιβλία μου. Μεγάλωσα κι ακόμα δεν το εκπλήρωσα αυτό μου το όνειρο, ίσως περίμενα ότι κι αυτό θα συμβεί κάπως φυσικά, όπως περίμενα ότι θα (μου) συμβούν κι άλλα τόσα πράγματα που δε μου συνέβησαν (ακόμα). Σκέφτομαι για πόσον καιρό θα πρέπει μπορώ να βάζω το ακόμα μέσα στην παρένθεση. Πόσον καιρό αναμονής και προσμονής μου δίνω ακόμα.

Κάπως μελαγχολικές σκέψεις για αρχή της χρονιάς, ίσως φταίνε αυτοί οι απολογισμοί που να δεις στο τέλος δε θα μ'αρέσουν καθόλου και θα τους αποφεύγω. Κάτι ξέρω μέχρι τώρα που τους κάνω το καλοκαίρι. Κάτω από τον ήλιο και δίπλα στη θάλασσα φαντάζουν όλα πιο όμορφα. 

Φταίει κι αυτός ο στίχος που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό "κι αυτή η νοσταλγία μας γι αυτό που ποτέ δεν υπήρξε...". Πάντα η ίδια μου νοσταλγία για το απραγματοποίητο. Κι αυτή η γκρι σκέψη πως ίσως παραμείνει απραγματοποίητο. Δε μου ταιριάζουν οι γκρι σκέψεις, η δικιά μου ματιά υπήρξε πάντα φωτεινή, και τις φοβάμαι. 

Κοιτάω τη θάλασσα. Δε φοβάμαι τίποτα άλλο όσο μια ακύμαντη ζωή. Ακύμαντη δεν εννοώ, φυσικά, το αντίθετο της ταραχώδους. Εννοώ ζωή φλατ. Ζωή χωρίς έντονα συναισθήματα. Ζωή που δεν σου κόβει- ευχάριστα-την ανάσα. 

Τέτοιες ήταν οι σκέψεις μου μέχρι που τις σταμάτησαν οι πρώτες στάλες της βροχής. Και τη χρειαζόμουν αυτή τη βροχή, όχι μόνο γιατί μου διέκοψε τις γκρίζες σκέψεις, αλλά και γιατί μου έδωσε ένα άλλοθι, μια παραπλάνηση έστω, για τα υγρά μου μάγουλα.




Μαρία, 
05.01.2017
Κυπαρίσσι Λακωνίας

Ανεμελιά.





Περπατάμε με τη μαμά στην χειμωνιάτικη- ακόμα γιορτινή- Αθήνα. Κάνει κρύο και είμαστε τυλιγμένες με χοντρά κασκόλ και κρατάμε η μία την άλλη αγκαζέ. Καθώς αναβαίνουμε ένα μικρό δρομάκι του κέντρου, σταματάω σε μια βιτρίνα που μ'αρέσει πολύ. Είναι μια καλλιτέχνης που σκαλίζει πάνω στα κοσμήματα στίχους από ποιήματα. Πάντα όταν περνάω από μπροστά, κάνω μια στάση και χαζεύω. Η μαμά μου λέει "μπες, θέλω να σου πάρω κάτι". Κάπως δειλά ανοίγω την πόρτα και μπαίνω.

Μ' αρέσουν τα γούρια της νέας χρονιάς. Ακόμα κι αν με το πέρασμα των μηνών χάνουν λίγο την αίγλη τους και κάπως τα ξεχνάμε, εμένα εξακολουθούν να μ' αρέσουν. Το μάτι μου πέφτει στο φετινό γούρι που έχει τον τίτλο "ανεμελιά" και γράφει "Να 'ρθει το 17, να σου φέρει ανεμελιά...". "Πάρ΄το", μου λέει η μαμά. "Αυτό είναι που χρειάζεσαι".

Βγαίνουμε από το μαγαζί κι εγώ κρατάω στο χέρι μου ένα κόκκινο μικρό φακελάκι με μία μωβ κορδέλα. Μέσα έχει την ανεμελιά μου.

Στο δρόμο η σκέψη μου χάνεται. Ανεμελιά. Τι ωραία λέξη. Άραγε πόσον καιρό έχω να την ακούσω; Πόσον καιρό έχω να την πω; Ανεμελιά. Τι μελωδική λέξη!

Ανεμελιά. Πόσον καιρό έχω να την αισθανθώ; Να αφεθώ και να μη σκέφτομαι τίποτα, να μη με απασχολεί τίποτα... Πόσο εύκολο είναι να βρω ξανά τη χαμένη μου ανεμελιά- έστω και για λίγο; Λες το 17 να μου τη φέρει; Λες να μάθω να την αναζητώ; Λες να μάθω να την διεκδικώ;

Αχ, ας έρθει το 17, να μου φέρει ανεμελιά!


(Ευχαριστώ, μαμά! Για το δώράκι, γι αυτή τη στιγμή την τόσο δική μας που μοιραστήκαμε, γιατί ξέρεις πάντα τι είναι αυτό που μου λείπει και γιατί το εύχεσαι για μένα. Και γιατί αν σήμερα ξέρω τι σημαίνει "ανεμελιά" και το έχω ζήσει, αυτό είναι χάρη σε σένα, χάρη σε σας.)


Μ.
04.01.2017
Αθήνα


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Γράμμα στο 2017...




Αγαπημένο μου 2017, 

Καλώς ήρθες! 

Σε περίμενα πώς και πώς γιατί αγαπώ πολύ τους μονούς αριθμούς! Ο φίλος σου που μόλις αποσύρθηκε για  να ξεκουραστεί (το 2016, ντε!) ήταν σχετικά καλός μαζί μας- αν και μας έβγαλε λίγο το λάδι! Ήταν δύσκολος και κουραστικός, αλλά ας μην παραπονιόμαστε γιατί όλα όσα μας έφερε ήταν ανθρώπινα και ξεπερνιόνταν. Μας έφερε και όμορφες στιγμές,δεν μπορώ να πω, και καινούργιες εμπειρίες. Μας έμαθε πολλά, και μας έκανε πιο μεγάλους. Κυριολεκτικά. Μας εισήγαγε στα πρώτα -άντα. Τριάντα. Ωραία ήταν, το πρώτο σοκ είναι μόνο δύσκολο, μετά συνηθίζεις. Άσε που εγώ είπα ότι θα "κλειδώσω" στα τριάντα για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια. Οπότε εντάξει. Όλα καλά!

Τώρα θα με ρωτήσεις τι περιμένω από σένα... (Άραγε πώς να νιώθει ένα έτος όταν όλοι περιμένουν τόσα πράγματα από εκείνο;) Δεν ξέρω τι περιμένω από σένα, ξέρω σίγουρα τι περιμένω από μένα. Περιμένω με τη νέα χρονιά να μάθω να φιλτράρω κι άλλο το ό, τι (μου) συμβαίνει και να κρατάω μόνο την ουσία. Είναι μια άσκηση που ήδη έχω ξεκινήσει να κάνω τα τελευταία χρόνια, αλλά έχω ακόμα δρόμο. Θέλω να έχω τη δύναμη να μη συμβιβάζομαι, να μην βολεύομαι, να μην σταματάω να εξελίσσομαι. Να μάθω ότι το να εξελίσσεσαι δε σημαίνει να εξελίσσεσαι μόνο επαγγελματικά, αλλά και προσωπικά. Θέλω να παραμένω αισιόδοξη και να ελπίζω. Να μη χάνω ποτέ την "ilusión" μου για τη ζωή και τις μικρές της ομορφιές.

Και από σένα, 2017, περιμένω πρώτα απ' όλα να μας έχεις γερούς και δυνατούς. Χωρίς αυτό τίποτα δεν έχει αξία. Συνέχισε, λοιπόν, να γεμίζεις τις μέρες μας με υγεία και αγάπη. Αλλά η πιο δυνατή μου ευχή για σένα, 2017, είναι να μου δείξεις ότι η ζωή ξέρει και ότι εγώ κάνω καλά τόσα χρόνια που την εμπιστεύομαι. Θέλω να μου δείξεις ότι η ζωή μπορεί ακόμα να μας εκπλήσσει ευχάριστα. Θέλω να μου φέρεις μαγεία. Μου έλειψε η μαγεία, 2017... Μου έλειψε πολύ. 

Αυτά από μένα... Εδώ θα 'μαστε και θα τα λέμε. Να ξέρεις, πιστεύω πολύ σε σένα, αν και σήμερα οι σκέψεις μου είναι κάπως μελαγχολικές... Ακόμα κι έτσι, όμως, σε καλωσορίζω και περιμένω με ανυπομονησία τα όσα θα φέρεις.


Καλές αρχές,
Καλή Χρονιά,
Μ.