«Τα ταξίδια είναι μια περιπλάνηση
μέσα στον εαυτό μας. Στα ταξίδια δεν μαθαίνουμε μόνο πώς είναι ο κόσμος,
μαθαίνουμε πώς είμαστε εμείς, τι αντέχουμε, μέχρι πού φτάνουμε, μέχρι πού
φτάνει το μυαλό μας, τι ερωτήσεις έχουμε, τι απαντήσεις γυρεύουμε. Γι αυτό κανείς
πρέπει να ταξιδεύει με το μυαλό του σε εγρήγορση (…)»*
Τα ταξίδια.
Η υπόσχεση που έγινε
πραγματικότητα.
Να ξαναπεράσω τον ωκεανό.
Τον διασχίζω.
Το καλοκαίρι που πέρασε. Το μπλε
της θάλασσας. Το μπλε της ελληνικής
θάλασσας. Το μπλε των Κυκλάδων. Το μπλε της θάλασσας του χωριού.
Οι εικόνες. Πολλές εικόνες. Περνούν
τώρα διαδοχικά μπροστά από τα μάτια μου ξανά.
Η άφιξη. Η πρώτη μέρα. Τα χαμόγελα.
Οι διακοπές. Το πλοίο για το νησί. Το κάμπινγκ. Οι φίλοι. Οι βουτιές. Τα βιβλία
που γεμίζουν άμμο και βοτσαλάκια. Το πλοίο που διασχίζει το Αιγαίο. Ο Πειραιάς
νύχτα. ‘Εχουμε ακόμα καλοκαίρι μπροστά μας. Η καλοκαιρινή Αθήνα. Κάτι καφέ
κρυμμένα. Νύχτες στο μπαλκόνι. Κουβέντες. Εξομολογήσεις. Ο δρόμος προς το
χωριό. Το σπίτι αλλαγμένο. Ο παππούς. Οι γονείς. Οι συζητήσεις το βράδυ. Τα
ποτηράκια με την παγωμένη μαστίχα. Ο ήχος των κυμάτων από το μπαλκόνι.
Δεκαπενταύγουστος. Η γιορτή μου. Το μεσημεριανό τραπέζι. Το βραδινό μπάνιο. Το
λευκό παρεό. Η αρμύρα στα μαλλιά. Το ψάθινο καπέλο. Ο δρόμος της επιστροφής. Οι
ατέλειωτοι δρόμοι της Πελοποννήσου. Αποχαιρετιστήρια τραγούδια σε ένα
αυτοκίνητο. Το ΚΤΕΛ. Η Αθήνα άδεια. Πρωινό στο μπαλκόνι. Αγκαλιές. Βλέμματα που
μιλούν. Βαλίτσες. Πάλι βαλίτσες.
Αντίστροφη μέτρηση. Πέντε μέρες ακόμα, τέσσερις μέρες ακόμα. Τελευταίες βόλτες
στην πόλη. Μεσημεριανός ύπνος. Ένα παγωτό στο κέντρο. Τρεις μέρες ακόμα. Τι να
πάρω, τι να αφήσω; Είμαι δυνατή. Είμαι δυνατή; Μην ξεγελιέσαι. Βγάλε αυτό, πάρε
εκείνο. Τι καιρό κάνει στην Αμερική; Τι καιρό κάνει μέσα μου; Δύο μέρες
μείναμε. Μάτια που βουρκώνουν. Άλλη μια νύχτα με θέα την Ακρόπολη. Άλλο ένα
βράδυ στο μικρό διαμέρισμα. Μια μέρα έμεινε. Παγώνει ο χρόνος; Αποχαιρετισμοί.
Οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Λίγες ώρες
μείνανε μόνο. Το αυτοκίνητο που με περιμένει κάτω από το σπίτι. Τελευταία
βόλτα. Κράτα μου το χέρι σφιχτά. Πόσες αγκαλιές χωρούν πριν ξημερώσει; Χάραξε.
Οι βαλίτσες κλείνουν. Ασήκωτες. Όπως πάντα. Ο δρόμος προς το αεροδρόμιο. Η πόλη
από την αντίθετη κατεύθυνση. Αναχωρήσεις. Τελευταίος αποχαιρετισμός. Η μαμά και
ο μπαμπάς. Κάτι δάκρυα που κυλούν. Σαν να είναι η πρώτη φορά. Ποτέ δε
συνηθίζονται οι αποχαιρετισμοί. Ο έλεγχος διαβατηρίων. Περιμένουν να με δουν
μέχρι να χαθώ στο βάθος. Κι εγώ γυρίζω να τους κοιτάξω και γνέθω. Μέχρι που δεν
τους βλέπω πια. Τώρα σταματάω. Σκουπίζω τα δάκρυα. Φορτώνομαι ακόμα πιο δυνατά
τα πράγματά μου. Λέω στον εαυτό μου τώρα σφίξε τα δόντια και προχώρα, να είσαι
δυνατή.
Για
να γίνουμε πιο δυνατοί πρέπει να ταξιδέψουμε προς την κατεύθυνση των φόβων μας.
Ένα αεροπλάνο. Και μετά ένα άλλο
πιο μεγάλο. Πετάμε πάνω από τον Ατλαντικό. Σήμερα, μια άλλη πόλη.
Μια άλλη πόλη. Μια νέα περιπλάνηση.
Μέσα μου. Να μάθω τι είμαι εγώ. Μέχρι πού αντέχω, μέχρι πού φτάνει το μυαλό
μου. Τι ερωτήσεις έχω και τι απαντήσεις γυρεύω. Με το μυαλό σε εγρήγορση και τα
μάτια ανοιχτά.
Φύγε, προχώρα.
«Φτάσε όπου δεν μπορείς».
Μαρία
Πτήση Αθήνα-Ουάσινγκτον
25.08.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου