30 Ιουνίου.
Οι μέρες περνάνε. Ίδιες η μία με
την άλλη. Μοναχικές. Κουραστικές. Μονότονες. Μπροστά από τον υπολογιστή. Με τις
στοίβες τα βιβλία γύρω-γύρω, με τις σημειώσεις να σκεπάζουν το γραφείο, αλλά
και με τα πρώτα χειρόγραφα τυπωμένα.
Εισαγωγή, Θεωρητικό Πλαίσιο, Ερευνητικά Ερωτήματα, Μέθοδος, Αποτελέσματα… Είναι
δίπλα μου. Τυπωμένα. Και τα έχω γράψει εγώ.
Είναι οι σκέψεις μου επιτέλους γραμμένες. Η δουλειά τεσσάρων χρόνων που παίρνει
σιγά-σιγά σάρκα και οστά. Όταν δεν αντέχω άλλο ή απελπίζομαι με τις τόσες
αλλαγές που ακόμα πρέπει να γίνουν, κοιτάω τα τυπωμένα χειρόγραφα και λέω «έλα,
λίγο ακόμα, λίγο ακόμα…»
Και μετά βγαίνω στο μπαλκόνι. Στο
μικρό μπαλκονάκι με το φυστικί τραπέζι, αυτό το μπαλκόνι που έζησε τόσες
στιγμές μου αυτά τα πέντε χρόνια στη Βαρκελώνη. Κάθομαι για λίγο. Κλείνω τη
μουσική για να αφουγκραστώ τους ήχους της πόλης. Του δρόμου, των δέντρων. Του
σούρουπου. Της νύχτας.
Κοιτάω τον ουρανό. Τη θάλασσα.
Ψάχνω τον ορίζοντα. Συλλογίζομαι πόση μοναξιά χωράει σε μία χρονιά. Πόση
μοναξιά χωράει στα βράδια ενός καλοκαιριού. Λένε «ο κίνδυνος δεν είναι η
μοναξιά. Ο κίνδυνος είναι να μη συνηθίσεις τη μοναξιά»*. Ξέρω καλά αυτόν τον κίνδυνο. Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω τι είναι αυτό που
μου λείπει. Δεν το σκέφτομαι. Το νιώθω. (Κι αυτό είναι πολύ πιο οδυνηρό.)
Μετά σκέφτομαι, δεν μπορεί, κάπου
εκεί έξω θα (πρέπει να) υπάρχει λίγο παραμύθι και για μένα.(Αλλά γιατί αργεί τόσο;)
Μετά λέω, όλα θα πάρουν το δρόμο
τους. Κοιτάω το φεγγάρι που βγαίνει δειλά πάνω από τις στέγες. Ακούω πιο
προσεκτικά τη φωνή της νύχτας. Και ξαναλέω: όλα θα πάρουν το δρόμο τους.
Άλλωστε...
Άλλωστε...
«Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι.»**
*Κ. Μόντης
**"Φτηνά Τσιγάρα"
Μ.,
30.06.2014
Βαρκελώνη