Τα τελευταία πρωινά δυσκολεύομαι πολύ να ξυπνήσω. Το ξυπνητήρι βουίζει στο αυτί μου πάνω από μισή ώρα κι εγώ δεν του δίνω καμία σημασία. "Paso de ello olímpicamente", όπως λέει κι ένας φίλος. Δεν ξέρω αν το ακούω και κάνω ότι δεν το ακούω, ή έχω περάσει σε άλλη διάσταση που να το ακούω ακόμα και σαν μελωδία που συνοδεύει τα όνειρά μου (!). Για τέτοιο επίπεδο μιλάμε!
Δυσκολεύομαι να ξυπνήσω, λοιπόν. Δεν ξέρω τι φταίει. Ή μάλλον, δεν ξέρω τι πρωτοφταίει. Η κούραση είναι ένας λόγος σίγουρα. Η μαζεμένη κούραση. Ίσως φταίνε και τα ξενύχτια. Τώρα τελευταία ξενυχτάω πολύ. Ξενυχτάω διαβάζοντας. Όχι τα άρθρα γλωσσολογίας όπως θα έπρεπε να κάνω ή τη στοίβα με τα βιβλία- αυτήν που μου κρύβει τη θέα- από τη βιβλιοθήκη της σχολής. Διαβάζω άλλα βιβλία. Αυτά που σε κάνουν να φεύγεις μακριά. Αυτά που σε κρατούν κοντά τους, σε αγκιστρώνουν στις σελίδες τους και δεν μπορείς να τους ξεφύγεις. Ούτε και θέλεις να ξεφύγεις.
Τελευταία έχω μια τάση να ξαναδιαβάζω παλιά βιβλία. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Είναι τόσα τα καινούργια βιβλία που θα 'θελα να διαβάσω, που θα έπρεπε να μην γυρνάω συνέχεια στα ίδια. Όμως είναι και το άλλο, αυτή η φράση που λέει ότι καλό βιβλίο είναι αυτό που θέλεις να το ξαναδιαβάσεις, που δεν φτάνει μόνο μια φορά ή καλύτερα, αυτό που κάθε φορά που το διαβάζεις βρίσκεις κάτι καινούργιο μέσα του (και μέσα σου).
Προχθές, εκεί που με περίμενε στο κομοδίνο το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας του Richard Ford, "Η Μέρα της Ανεξαρτησίας"- συγγραφέας με τον οποίο έχω "κολλήσει" τον τελευταίο καιρό- έκανα κάτι χωρίς νόημα. Άφησα τον Ford να περιμένει, πήγα στη βιβλιοθήκη και πήρα ένα βιβλίο που είχα διαβάσει δύο καλοκαίρια πριν, τον Ιούλιο του 2012. Δεν ξέρω τι με ώθησε στο συγκεκριμένο βιβλίο (ή μήπως ξέρω;)...
Ξεκίνησα να το διαβάζω. Προχθές ξενύχτησα διαβάζοντας το μισό και χθες διαβάζοντας το άλλο μισό. Και τα δύο βράδια το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: κατέληξα να κλαίω. Να κλαίω δυνατά, με λυγμούς. Διάβαζα τις υπογραμμισμένες φράσεις, σ' αυτές που με βρήκα πριν από δύο χρόνια, και υπογράμμισα κι άλλες, στις οποίες με βρήκα τώρα. Και έκλαψα δυνατά, γι αυτή τη φωνή, γι αυτήν την ιστορία που διάβαζα, που δεν ήταν η δική μου, αλλά ταυτόχρονα ήταν και τόσο δική μου. Και ήταν κάτι τόσο οδυνηρό, αλλά και λυτρωτικό μαζί. Οδυνηρό γιατί φέρνει μπροστά σου τόση αλήθεια που ίσως δεν μπορείς να αντέξεις, αλλά και λυτρωτικό, με αυτήν την λύτρωση που μπορεί να σου δώσει ένα καλό βιβλίο. Την πρώτη φορά που το διάβασα δεν είχα αντιδράσει έτσι. Κι αυτό μ' έκανε να σκεφτώ πόσο έχω αλλάξει αυτό το διάστημα των δύο χρόνων που πέρασαν ή πόσο πιο συνειδητοποιημένη είμαι για κάποια πράγματα στη ζωή μου και στη ζωή γενικά. Και έκλαψα και γι αυτό. Για την συνειδητοποίηση, για την ωρίμαση, για τη θέαση των πραγμάτων ακριβώς όπως είναι. Για το πιο βαθύ βλέμμα, αυτό που ξέρει και καταλαβαίνει γιατί έχει ζήσει.
Ξενύχτησα με τις φράσεις, ξανά και ξανά, με τις εικόνες, με τους χαρακτήρες. Ξενύχτησα με τις σκέψεις, με μένα, με τη ζωή μου.
Κι ύστερα έπεσα σ' έναν ύπνο βαθύ. Είδα κάποιο όνειρο που δεν θυμάμαι πολύ καλά, θυμάμαι μόνο ένα τρένο και μια γειτονιά του Μπρούκλυν- στην οποία ποτέ δεν είχα πάει και ίσως και να μην υπάρχει. Και το πρωί κοιμόμουν τόσο βαθιά που το ξυπνητήρι χτυπούσε για πάνω από μισή ώρα. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.
Και τώρα κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και πρέπει να γράψω αυτό το παλιοάρθρο που έλεγα και στην προηγούμενη ανάρτηση και δε θέλω, δεν έχω όρεξη. Γιατί το μυαλό μου έχει ανάγκη από άλλο γράψιμο, διαφορετικό. Πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό. Πιο εσωτερικό. Έχει ανάγκη από βιβλία και μουσική. Και ορίζοντα. Αυτόν που τώρα νιώθω να μου κλείνουν τα άλλα βιβλία, αυτά της σχολής.
...
"Veo ahora la foto (...) la sonrisa de esta chica que era yo (...). Veo, sin dejar que me confunda la velada trampa del recuerdo, aquella sonrisa de mis veinte años en una mañana heladora de enero, aquel gesto que parecería de franca felicidad si no fuera porque yo sé lo que aquella chica rumia sin atreverse a confesárselo a sí misma. (...) Lo que puedo ver ahora, tantos años después y tan lejos de mi ciudad y de mí, lo que puedo confesarme a mí misma, sin miedo a traicionarme o a ofenderme innecesariamente por forzar el dañino mecanismo de la sinceridad, es que lo más sobresaliente en esa imagen es la expresión desasistida de una muchacha huérfana, que aquí o allá, en ella o en otras, entonces o ahora, fue y será la misma."
(Elvira Lindo, "Lo que me queda por vivir")
Πώς να μην κλάψεις μετά.
Μαρία,
05.03.2014
Βαρκελώνη