Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

Επιστροφή (;)

Πάνε χρόνια που δε γράφω πια. Δηλαδή γράφω, γράφω  για τη δουλειά όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά δε γράφω πια για μένα. Τα μόνα μου προσωπικά γραπτά είναι πλέον σύντομα και αποσπασματικά και παραμένουν κρυμμένα σε ηλεκτρονικούς φακέλους και σημειώσεις. Ημιτελή. Μόνα τους. Κανείς δε διαβάζει πια τις γραπτές μου σκέψεις. 

Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με το διάβασμα. Διαβάζω όσο ποτέ άλλοτε. Ξαναβρήκα τις παλιές μου συνήθειες. Διαβάζοντας ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Διαβάζοντας, ξαναβρίσκω κάθε μέρα τον εαυτό μου. 

Μετά από πολλά χρόνια, φέτος έφερα επιτέλους μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης μου από την Αθήνα στη Βαρκελώνη. Για χρόνια δεν το τολμούσα. Έλεγα ότι "σπίτι μας είναι εκεί που είναι τα βιβλία μας". Αν έφερνα τα βιβλία από την Αθήνα, αυτό θα σήμαινε ότι η έννοια του "σπιτιού" θα μετατοπιζόταν σε ένα αλλού. Μου φαινόταν πολύ τελεσίδικο για να το τολμήσω. Κι ας πάνε χρόνια που θεωρώ τη Βαρκελώνη σπίτι μου. Έφερα, λοιπόν, επιτέλους τα βιβλία μου εδώ. Δεν ήξερα, όμως, ότι η καρδιά μπορεί να συνεχίσει να είναι διχασμένη ακόμα και με τα βιβλία μας δίπλα μας. Με το "εδώ" και το "εκεί" δεν ξεμπλέκεις τόσο εύκολα. Ίσως μάλιστα να μην ξεμπλέξεις και ποτέ. 

Τις τελευταίες μέρες, μία μη αναμενόμενη αφορμή με έκανε να επιστρέψω σ' αυτό το μπλογκ και στις αναρτήσεις της περασμένης δεκαετίας (και βάλε). Λέω "δεκαετία" και δεν το πιστεύω. Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια; Χαίρομαι που υπήρξε αυτό το μπλογκ, χαίρομαι που κάποιες κομβικές στιγμές της ζωής μου καταγράφθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Χαίρομαι, ακόμη, που καταγράφθηκαν και άλλες στιγμές, απλές και καθημερινές. Και τώρα μπορώ να επιστρέφω και να θυμάμαι. Διαβάζοντας ξανά αναρτήσεις από το παρελθόν, χαμογέλασα σ' αυτό το κορίτσι με τις βαλίτσες που υπήρξα. Προσπάθησα να ξαναμπώ στις σκέψεις και στις στιγμές της κάθε περιόδου, άλλες φορές το κατάφερα, άλλες όχι. Πώς να ανακτήσω ένα "εγώ" που πια δεν υπάρχει; Βλέπω ξανά αυτήν την κοπέλα με τα τόσα όνειρα, τη δίψα για ζωή, για γνώση, για εμπειρίες, για πρόοδο. Την αναγνωρίζω. Ταξίδεψα μαζί της κι εκείνη μ' έφερε στο σήμερα. Την κοιτάζω με κατανόηση και αλήθεια. Άραγε έγινε όσα ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε; Μπόρεσα να της δώσω τις μελλοντικές αναμνήσεις που τόσο ονειρευόταν να αποκτήσει; Έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα. Νομίζω ότι καλά τα κατάφερα μέχρι εδώ. 

Αυτό που δεν ήξερε το κορίτσι του τότε, αλλά ξέρει καλά το κορίτσι του σήμερα είναι ότι κάποιες απαντήσεις δεν έρχονται απαραιτήτως με τα χρόνια. Υπάρχουν ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, προσμονές χωρίς αφίξεις και όνειρα που δεν εκπληρώνονται. Και δεν πειράζει. Γιατί ό, τι και να γίνει η ζωή συνεχίζεται και μαζί πρέπει να συνεχίσεις κι εσύ. 

Φέτος έγινα 36 χρονών. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι με χωρίζουν μόνο 4 χρόνια από τα 40. Η ηλικία είναι μόνο ένας αριθμός, θα μου πεις. Είναι όντως; Φοβάμαι ότι δεν είναι. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο πριν και στο από 'δω και στο εξής. Το αισθάνομαι πολύ καιρό τώρα, αλλά το τελευταίο διάστημα ακόμα πιο έντονα. 

Η προηγούμενη δεκαετία, η υπέροχη δεκαετία των 20 και η αρχή των 30, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι αλλαγές, είναι σε μεγάλο βαθμό καταγεγραμμένες σε αυτό το μπλογκ. Χαίρομαι που μπορώ να επιστρέφω. Θέλω να κάνω το ίδιο και με το τώρα, με τα χρόνια που έρχονται. Θέλω να καταγράψω τις αλλαγές γύρω μου και μέσα μου. Θέλω να μην ξεχάσω. 

Θέλω να ξαναρχίσω να γράφω για μένα. 


Μ.

10.12.2022

Βαρκελώνη


Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Días de confinamiento



Σήμερα άλλαζε η ώρα.

Θυμάμαι που παλιά έλεγα πως η μέρα που αλλάζει η θερινή ώρα είναι η πιο αισιόδοξη του χρόνου. Γιατί μεγαλώνει η μέρα, μεγαλώνει το φως, μεγαλώνει η ελπίδα για το καθετί που έρχεται. Ή που περιμένουμε να έρθει.

Χτες αποκοιμήθηκα σε καθαρά σεντόνια. Είναι μεγάλη απόλαυση τα καθαρά σεντόνια. Μια μεγάλη μικρή απόλαυση. Κοιμήθηκα, όπως πάντα, με τα παντζούρια ανοιχτά για να με ξυπνήσει το φως του ήλιου. Δεν έβαλα ξυπνητήρι γιατί ήταν Κυριακή. Είναι μεγάλη απόλαυση να σε ξυπνάει γλυκά το φως του ήλιου και να μην έχεις βάλει ξυπνητήρι. Μια μεγάλη μικρή απόλαυση. Ξύπνησα και από το σαλόνι ακουγόταν ένας δίσκος με πιάνο. Είχες βάλει μουσική στο πικάπ. Ξαναέκλεισα τα μάτια μου και χάρηκα λίγο ακόμα το φως τη ζεστασιά του κρεβατιού, το φως, τη μουσική από το βάθος.

Σηκώθηκα. Ετοίμασα τον καφέ μου. Η κούπα μου γράφει
«
Seek magic everyday». Την ψάχνω τη μαγεία. Ακόμα και σε μέρες σαν κι αυτές. Ετοιμάζω το πρωινό. Κόβω μια φέτα από το ψωμί που έφτιαξα την προηγούμενη μέρα. Το πρώτο μου ζυμωτό ψωμί! Με γλυκάνισο- όπως το φτιάχνει ο παππούς και όπως το έφτιαχνε παλιά και το Ματουλάκι μου. Του το είπα χθες το απόγευμα στο τηλέφωνο. «Παππού, ζύμωσα!». «Αλήθεια λες;, Μπράβο!». Το ξέρω καλά αυτό το «μπράβο». Τον φαντάστηκα εκεί μέσα στο σπίτι στο χωριό, κλειδαμπαρωμένο στη δική του καραντίνα, μόνος του με το ακουστικό στο χέρι, αλλά με τα μάτια του να λάμπουν από περηφάνια. «Δεν είναι τόσο καλό όσο το δικό σου, αλλά για αρχή καλό είναι!», του λέω και του κλείνω νοητά το μάτι.

Κάθομαι στον καναπέ και ξεκινάω να διαβάζω το βιβλίο μου. Τι όμορφη συντροφιά ένα καλό βιβλίο! Και ο πρώτος καφές της μέρας. Είναι μεγάλη απόλαυση τα κυριακάτικα πρωινά με καφέ και ένα καλό βιβλίο. Μια μεγάλη μικρή απόλαυση. Το πικαπ συνεχίζει να παίζει.

Σε βλέπω μετά από λίγο με ένα χαρτί και ένα μολύβι. Κάθεσαι δίπλα μου και ξεκινάς να ζωγραφίζεις. Πόσο καιρό έχεις να ζωγραφίσεις; Είσαι προσηλωμένος στο σχέδιό σου σου κι εγώ επιστρέφω στο βιβλίο μου. Έξω τα δέντρα έχουν ανθίσει. Έχεις αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Η ησυχία σπάει μόνο από τα πουλιά που κελαηδούν. «Τίποτα δε μπορεί να εμποδίσει την άνοιξη να έρθει».

Νιώθω για λίγο σαν να βγαίνω από το σώμα μου, να απομακρύνομαι, να ανεβαίνω ψηλά και να μας κοιτάω από μακριά. Μια σκηνή γλυκιάς καθημερινότητας, αυτής που αγαπώ.  «Υπόκειμαι στην καθημερινότητα. Την εκτιμώ.»

Μετά το μεσημεριανό επιστρέφω στον καναπέ. Άφησα το βιβλίο σε πολύ καλό σημείο και θέλω να το συνεχίσω. Συνεχίζεις κι εσύ τη ζωγραφική. Κάποια στιγμή αποκοιμιέμαι. Τι ωραίο να μπορείς να χαρείς έναν μικρό μεσημεριανό ύπνο. Μια μεγάλη μικρή απόλαυση. Περνάει η ώρα και σε ακούω να πλησιάζεις. Πας να κλείσεις την μπαλκονόπορτα, γιατί έβαλε λίγη ψύχρα. Σκέφτομαι μισοκοιμισμένη «τώρα θα περάσει να με σκεπάσει» και πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου νιώθω το χέρι σου να με σκεπάζει με την κουβερτούλα του καναπέ. Μετά να μου χαδεύει απαλά το μάγουλο. Σκέφτομαι, τι ευτυχία να έχεις κάποιον να σε σκεπάζει με την κουβερτούλα του καναπέ και να σου χαϊδεύει απαλά το μάγουλο.

Ανοίγω τα μάτια. Είναι μια μέρα φωτεινή και ανοιξιάτικη. Δεν ξέρω αν είναι η πιο αισιόδοξη του χρόνου, αλλά είναι σίγουρα μια λαμπερή μέρα. Σήμερα θα νυχτώσει πιο αργά. Σήμερα, στις 8 που θα βγούμε στα μπαλκόνια μας να χειροκροτήσουμε τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό της δημόσιας υγείας θα είναι μέρα. Σήμερα το aplauso sanitario δε θα είναι σαν αυτά των προηγούμενων δεκαπέντε ημερών, θα είναι φωτεινό και ανοιξιάτικο. Και γιατί όχι, ίσως και λίγο πιο αισιόδοξο. Ίσως και λίγο πιο ελπιδοφόρο. Θα μπορέσουμε να δούμε πιο καθαρά τα πρόσωπα των γειτόνων μας, αυτά που δεκαπέντε μέρες τώρα μαντεύουμε μέσα στο σκοτάδι.

Είναι 8 και βγαίνουμε στο μπαλκόνι. Σήμερα το χειροκρότημα κρατάει πιο πολλή ώρα. Είναι πιο δυνατό, πιο συνεχές, και κάπως πιο χαρούμενο. Κοιταζόμαστε όλοι στα μάτια. Και περιμένουμε. Κι ελπίζουμε. Esperamos: περιμένουμε και ελπίζουμε. Πόσο ταιριαστό, το ίδιο ρήμα και για τις δύο έννοιες.

Μπαίνω μέσα. Θέλω να καθίσω να γράψω τις σκέψεις αυτής της μέρας. Μαζεύτηκαν πολλές μικρές χαρές και θέλω να τις θυμάμαι. Θέλω η μέρα που αλλάζει η ώρα, να μείνει και φέτος στο μυαλό μου ως μία αισιόδοξη μέρα. Κόντρα σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας.




Μ.
29.03.2020
Βαρκελώνη


Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Σκόρπιες σκέψεις της νέας χρονιάς...




Μπήκε το 2019 κι ακόμα δεν έχω γράψει το μήνυμα-σύνθημα που με τόση ευλάβεια ψάχνω στην αρχή κάθε καινούργιας χρονιάς. Δεν έχει έρθει ακόμα να με βρει. Είμαι σίγουρη ότι θα έρθει, όμως. Πάντα έρχεται. Το περσινό "Μην κρατάς κάτι που φεύγει, μη διώχνεις κάτι που έρχεται..." αποδείχτηκε εν τέλει πολύ κατάλληλο, κυρίως ως προς το δεύτερο σκέλος του. Ακόμα και η ανεμελιά, τώρα που το σκέφτομαι, εμφανίστηκε σε κάποιες μικρές δόσεις, και η μαγεία επίσης, σε μεγαλύτερες. Αν μπορούσα να συνοψίσω το 2018 σε λίγες λέξεις θα έλεγα ότι ήταν μια χρονιά "γλυκιάς καθημερινότητας". Και η γλυκιά καθημερινότητα έχει σίγουρα μέσα της μια κάποια ανεμελιά (που την καταλαβαίνεις συνήθως εκ των υστέρων)και μια μαγεία (που αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, την καταλαβαίνεις, ευτυχώς, όσο τη ζεις). 

Νιώθω ότι το 2018 ήταν μια γλυκιά χρονιά, παρά τις όποιες δυσκολίες. Πάντα όταν τελειώνει μια όμορφη χρονιά, περνάει από το μυαλό μου η σκέψη ότι ίσως η επόμενη να μην είναι τόσο, μια και πάντα ο τροχός γυρίζει και όλα αλλάζουν. Κάπως πεσσιμιστική σκέψη, θα μου πεις. Ρεαλιστική, θα σου απαντήσω. 


---

Πολύ το αγάπησα αυτό το "8" στο τέλος τους 2018, κι ας έχω μεγαλύτερη αδυναμία στους μονούς αριθμούς... Το αποχαιρέτισα όχι χωρίς κάποια νοσταλγία... Αλλά και πάλι "μην κρατάς κάτι που φεύγει..."

                     ---

Το τέλος της χρονιάς συνέπεσε με την ανάγνωση ενός εκπληκτικού βιβλίου, που ακόμα κι αν έχουν περάσει εβδομάδες από τότε που το τελείωσα, ακόμα οι φράσεις του στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Είναι του αγαπημένου μου Αμερικανού συγγραφέα Richard Ford, που τόσο όμορφα και εύστοχα ξέρει πάντα να υμνεί τη ζωή, να την αγαπάει, να μην φοβάται να τη βλέπει όπως είναι, να τη ζει όπως πρέπει. Υπάρχει μια φράση στην οποία σταμάτησα πολλές φορές "πρέπει όλοι να αξιοποιούμε στο έπακρο τη ζωή που βρίσκουμε"*. Στην ουσία της μου θυμίζει πολύ το συμπέρασμα που έγραφα πέρυσι τέτοιο καιρό για τα όσα είχα μάθει/συνειδητοποιήσει το 2017. Είναι μια φράση πολύ αισιόδοξη, παρά τον ρεαλισμό που την περιβάλλει.

---

Καινούργια χρονιά. Καινούργια ξεκινήματα, καινούργια βήματα, καινούργιοι δρόμοι. Ποιος ξέρει πού θα μας βγάλουν και φέτος... Όπου και να μας βγάλουν, θα μας έχουν πάει σίγουρα ένα βήμα παρακάτω. Ζούμε, προχωράμε. Αξιοποιούμε στο έπακρο τη ζωή που βρίσκουμε.

---



Μ.
18.01.2019
Βαρκελώνη


*Richard Ford, "Between Them: Remembering my parents"

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Nostalgia al revés...








Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Μπορείς να επιστρέφεις και να βρίσκεις τη σκέψη σου που κάποτε αποτυπώθηκε στο χαρτί, το συναίσθημά σου που πήρε μορφή και έγινε λέξεις, τις αναμνήσεις σου. Τα όσα έζησες. Μπορείς να επιστρέφεις και να διαβάζεις το τότε παρόν που τώρα έχει γίνει παρελθόν. Μπορείς να ξαναβλέπεις τον τότε σου εαυτό, τα θέλω του, τα όσα τον απασχολούσαν, τα όσα τον έτρωγαν, τα όσα τον έκαναν χαρούμενο, τα όσα πρόσμενε να ζήσει, τα όσα νοσταλγούσε, τα όσα του έλειπαν. 

Υπάρχει ένα γραπτό, το είχα γράψει πριν περίπου δύο χρόνια. 14 Ιανουαρίου του 2017, μια μέρα πριν πάρω τον δρόμο της επιστροφής, μια μέρα πριν μία ακόμα αναχώρηση από τη την Αθήνα προς τη Βαρκελώνη. Το είχα ονομάσει "Όμορφή μου πόλη...". Ήταν άλλο ένα από τα πολλά κείμενα που έχω αφιερώσει στην πόλη μου, ένα ακόμη κείμενο γεμάτο νοσταλγία, αλλά και προβληματισμό για μια ενδεχόμενη επιστροφή, για όσα (ένιωθα ότι) στερούμουν τον καιρό που ζούσα μακριά της, για μια ζωή αθηναϊκή που δεν ήξερα πώς θα μπορούσε να είναι, αλλά που στα τότε νοσταλγικά μου μάτια φάνταζε γλυκιά. 

Θυμάμαι τη στιγμή που είχα γυρίσει σπίτι και είχα γράψει το κείμενο εκείνο. Είχε προηγηθεί ένα όμορφο πρωινό με τις φίλες μου στο κέντρο της πόλης, θυμάμαι τον μετά αποχαιρετισμό στο μετρό, τον κόμπο στο λαιμό μετά τη μουσική του ακορντεονίστα, θυμάμαι εκείνον τον ουρανό στη συμβολή Λαρίσης και Κηφισίας. Θυμάμαι τα δάκρυα. Θυμάμαι αυτό που έγραψα κλείνοντας το κείμενο "και λέω στο εαυτό μου ότι ποτέ δε θα συνηθίσεις να φεύγεις από 'δω. Ποτέ." Μάλιστα είχα γράψει το ποτέ με έντονο μαύρο, για να του δώσω πιο πολλή έμφαση. Ήθελα αυτό το ποτέ να καταφέρει να κλείσει μέσα του όλη αυτήν την μελαγχολία του αποχωρισμού και όχι αποχαιρετισμού, γιατί έτσι το ένιωθα τότε. Κάθε αναχώρηση, ήταν ένας μικρός αποχωρισμός. Κι όπως είχα γράψει και πιο παλιά, σε κάποιο άλλο νοσταλγικό κείμενο που απευθυνόταν και πάλι στην Αθήνα "Every time we say goodbye, I die a little..."

Θυμάμαι εκείνο το πρωί, λίγο πριν συναντηθούμε οι τέσσερις φίλες, η μία από αυτές μου έστειλε μία προκήρυξη. Ήταν μια προκήρυξη για νέους μεταδιδάκτορες. Στο μήνυμα μου έγραφε "Διάβασέ το, ίσως σε ενδιαφέρει". Έριξα μια βιαστική ματιά. Μετά το άφησα για όταν θα γύριζα σπίτι. Γύρισα σπίτι μετά από εκείνη τη σκηνή με τον αθηναϊκό ουρανό, με τα συναισθήματα τόσο ανάμεικτα και εκείνη τη διάχυτη μελαγχολία στον αέρα. Αφού έγραψα το κείμενο, ξαναδιάβασα την προκήρυξη, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά. Είπα μέσα μου "λες;". 

Και είπα. Για τους επόμενους δύο μήνες το σκεφτόμουν συνέχεια. Αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά μου, να καθίσω να γράψω μόνη μου την πρώτη μου πρόταση για ένα ερευνητικό έργο κατάδικό μου, για τη χώρα μου, για τη γλώσσα μου, με τη δική μου ομάδα. Αυτό που πάντα (νόμιζα ότι) ήθελα. Πέρασα βράδια με ξενύχτια, βδομάδες ολόκληρες. Με άγχος, πίεση, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας. Στο μυαλό μου γύριζε συνέχεια εκείνο το σούρουπο της αναχώρησης και της κάθε αναχώρησης. Νομίζω ότι έβαλα σ' εκείνη την πρόταση όλη μου τη νοσταλγία των τελευταίων χρόνων. Και κατέθεσα την πρόταση. 

Ο καιρός περνούσε. Στο μεταξύ η ζωή προχωρούσε. Προχωρούσε με το δικό της τρόπο, χωρίς να ρωτά (-έτσι γίνεται πάντα, άλλωστε). Νέα πράγματα ήρθαν στο δρόμο μου, νέα δεδομένα. Εκείνο το καλοκαίρι που ακολούθησε και παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια αποφάσισα- αποφασίσαμε- να δώσουμε άλλη μια ευκαιρία στη Βαρκελώνη. Κανένα νέο δεν είχε έρθει άλλωστε από την Αθήνα κι εκείνη την πρόταση. Ήρθαν αλλαγές, άλλες δύσκολες, άλλες όμορφες. Όπως το καινούργιο μας σπίτι. Αυτό που τόσο καιρό ψάχναμε. Αυτό που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά μια μέρα του Ιούλη. Αυτό που νοικιάσαμε με όλη μας την ilusión γι αυτό το καινούργιο που ξεκινούσε. Αυτό που φτιάξαμε γωνιά-γωνιά μαζί από την αρχή. Αυτό που μας έφερε έναν υπέροχο χρόνο γλυκιάς καθημερινότητας. Ναι, αυτό ήταν που μας έδωσε πέρυσι η Βαρκελώνη: μια γλυκιά καθημερότητα. Απλή και γλυκιά. Δηλαδή, όμορφη. Και κέρδισε στην καρδιά μου το στοίχημα. 

Ο καιρός συνέχισε να περνάει. Η ζωή συνέχισε να προχωράει, με τον δικό της πάντα τρόπο. Και να φέρνει νέα δεδομένα, χωρίς να ρωτά. Κι έτσι μια μέρα έλαβα την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εκείνης της πρότασης που είχα καταθέσει. Μου είχαν δώσει το ερευνητικό. Αν είχα γράψει αυτές τις γραμμές τότε που πρωτοέλαβα την απάντηση θα είχα κλείσει την προηγούμενη πρόταση με ένα τεράστιο θαυμαστικό. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική, ειδικά μετά τη δύσκολη εργασιακά περσινή χρονιά. Τώρα, όμως, την κλείνω με τελεία. Τελεία. Τι σου είναι ο άνθρωπος;

Ο περασμένος Σεπτέμβρης με βρήκε στην Αθήνα να παλεύω με την ελληνική γραφειοκρατία. Με βρήκε μακριά από το σπίτι μου και από την πόλη στην οποία είχα περάσει τα εννιά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Κάποτε πίστευα ότι αυτή η επιστροφή που τόσο νοσταλγικά πρόσμενα κάποτε, θα ήταν γλυκιά. Όχι εύκολη, αλλά τουλάχιστον γλυκιά. Και ξαφνικά ήρθε η μεγάλη συνειδητοποίηση: Ένιωθα ξένη. Χαμένη. Αποπροσανατολισμένη. Για πρώτη φορά ένιωθα ξένη στην ίδια μου την πόλη. Ξένη ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Ξένη γιατί ζούσα μια ζωή που δεν ήταν η δική μου. Που δεν ήθελα να είναι η δική μου. Σκέφτηκα τη Βαρκελώνη. Τα όσα νόμιζα τόσα χρόνια ότι στερούμουν όσο ζούσα εκεί. Ξεχνούσα, όμως, τα όσα μου έδινε. Ξεχνούσα ότι εκείνη με έκανε αυτό που είμαι τώρα. Ότι εκεί είναι η καθημερινότητά μου. Ότι όσο κι αν νοσταλγούσα, μέσα μου ήμουν τελικά πολύ πιο δεμένη από όσο νόμιζα μαζί της. Τόσο που πλέον δε μπορώ να με φανταστώ μακριά της. Και ξαφνικά ένιωσα για πρώτη φορά κάτι που με τρόμαξε: ότι μέσα μου δεν ανήκω πια εδώ, αλλά εκεί. Δεν το σκέφτηκα. Το ένιωσα. 

Και κάπως έτσι η νοσταλγία γύρισε από την αντίθετη κατεύθυνση και με τάραξε. 

Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Κι εγώ τώρα επιστρέφω σ' εκείνο το κείμενο της 14ης Ιανουαρίου του 2017 για να βρω όλη την ilusión που είχα νιώσει τότε για μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση που τώρα έγινε κατά κάποιον τρόπο παρόν. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ όλα όσα αισθανόμουν. Όσα σκεφτόμουν. Αλλά, δυστυχώς, "Τίποτα δεν είναι πάντα όσο τέλειο θα ήθελες να ήταν"

Προσπαθώ γράφοντας να βάλω σε τάξη την εσωτερική αναταραχή που νιώθω τους τελευταίους μήνες. Αυτόν τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθώ να συνδέσω τα γεγονότα μεταξύ τους, να βρω συμβολισμούς πίσω από αυτά. Να πω ότι όλα γίνονται για κάποιον λόγο, για να οδηγηθούμε λίγο παρακάτω. 

Προσπαθώ να συλλογιστώ πώς θα είναι τα επόμενα χρόνια, πώς θα είναι αυτό το πήγαινε-έλα, από την αντίθετη τώρα κατεύθυνση. Θα αντέξω; Θα τα καταφέρω; Μπορώ; Θέλω; 

Προσπαθώ να κλείσω τις σκέψεις μου με κάτι αισιόδοξο ή έστω πιο θετικό... 

Θα επιστρέψω σε δυο φράσεις-καταφύγιο, και θα τις πιστέψω με όλη μου τη δύναμη, γιατί το έχω ανάγκη, πιο πολύ από ποτέ:

1. "Μη διώχνεις κάτι που έρχεται..."
2. "Η ζωή ξέρει."




Μ.
13.10.2018
Βαρκελώνη







Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το καινούργιο μπαλκόνι...






Είναι Κυριακή απόγευμα και κάθομαι στο καινούργιο τραπέζι του καινούργιου μπαλκονιού. Είναι πιο μεγάλο από εκείνο το μικροσκοπικό μπαλκονάκι της calle Marina, που είχε θέα τη Sagrada Familia και τη θάλασσα- για χρόνια η πιο αγαπημένη μου γωνιά. Το καινούργιο είναι μεγάλο και έχει θέα στον Torre Agbar από τη μια, και από την άλλη στο βουνό και στο πάρκο της γειτονιάς. Είναι πιο ψηλό από το προηγούμενο κι έτσι από μακριά μπορεί να βλέπει κανείς τις βαρκελωνέζικες ταράτσες, που είναι μια θέα που πάντα αγαπούσα. Βάλαμε το τραπέζι να κοιτάει προς τα κάτω, προς τη θάλασσα, κι έτσι όπως κάθομαι βλέπω από μακριά τα αεροπλάνα να σχίζουν τον αέρα καθώς πλησιάζουν την πόλη. 

Η καινούργια γειτονιά είναι πολύ ήσυχη, τόσο που μερικές φορές ξεχνάω ότι βρίσκομαι σε πόλη. Αυτό που μ'αρέσει σ' αυτό το σπίτι είναι ν' ακούω την ησυχία. Είναι μια αίσθηση πολύ πρωτόγνωρη για μένα. Έτσι όπως κάθομαι στο μπαλκόνι, ακούω τα φύλλα των δέντρων που κουνιούνται, το κελάηδισμα των πουλιών από το πάρκο, βλέπω τον ουρανό να αλλάζει χρώματα, τα σύννεφα να αλλάζουν σχήματα, τα πουλιά που πετούν πάνω από τις ταράτσες, τα αεροπλάνα- πάντα αυτά που έρχονται και ποτέ αυτά που φέυγουν. Βλέπω ορίζοντα. Όλες αυτές οι εικόνες, αυτές οι στιγμές, μοιάζουν σαν σκηνές βγαλμένες από βουβή ταινία. Κινήσεις χωρίς ήχο, αλλά με τόση μαγεία μέσα τους. Τα σούρουπα στο μπαλκόνι έχουν μέσα τους κάτι ποιητικό. 


...

Το καλοκαίρι προσπαθεί να μπει δειλά στην πόλη, αλλά δεν τα έχει καταφέρει ακόμα πολύ καλά. Ωστόσο, μπορεί να δει κανείς πώς η πόλη αλλάζει, πώς παίρνει σιγά-σιγά το θερινό της πρόσωπο. Κάθε καλοκαίρι (ξανά)σκέφτομαι πόσο όμορφη είναι η Βαρκελώνη. Συνειδητοποιώ ξανά πόσο την αγαπώ, πόσο δική μου έχει γίνει. Του χρόνου θα κλείσω μια δεκαετία κοντά της. Μία δεκαετία

Τους τελευταίες μήνες σκέφτομαι πώς θα ήταν αν την αποχωριζόμουν. Πώς θα είναι του χρόνου που θα πρέπει να είμαι για αρκετό χρόνο μακριά της. Πώς θα είναι η επιστροφή στην πόλη που τόσα χρόνια γέμιζε τις εδώ μέρες μου με νοσταλγία. Πώς έγινε και ξαφνικά γύρισε τόσο αντίστροφα η νοσταλγία

...

Τελικά δεν ήμουν όσο έτοιμη νόμιζα για να την αφήσω. Οι πόλεις που ζήσαμε έχουν έναν δικό τους τρόπο να μας δείχνουν πόσο δεμένοι είμαστε μαζί τους. Έχουν έναν δικό τους τρόπο να μας υπενθυμίζουν τα όσα έχουμε ζήσει κοντά τους, τα όσα μας έκαναν αυτούς που είμαστε. Τα όσα μας κρατάνε και θα μας κρατάνε πάντα. Εδώ. 


...

Τελικά πού είναι αυτό το εδώ

...

Ξεστράτισα και πάλι. Δεν φταίει η νοσταλγία. Φταίει το σούρουπο, φταίει το μπαλκόνι. Ίσως να φταίει κι η Κυριακή. 





Μ.
10.06.2018
Βαρκελώνη







Σάββατο 21 Απριλίου 2018

"Χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας..."






Αυτό το τόσο όμορφο τραγούδι, με τους υπέροχους στίχους του Μιχάλη Γκανά, είναι ένα από τα αγαπημένα μου όλων των εποχών. Κάθε φορά που το ακούω, σταματάω ό, τι κάνω. Σταματάω ακόμα και να σκέφτομαι. Αισθάνομαι ότι μεγαλώνοντας το καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ. Νιώθω κάθε του στίχο έναν προς έναν. 

Θυμάμαι τη σειρά στην οποία ακουγόταν το συγκεκριμένο τραγούδι. "Λόγω τιμής". Πρωτοπαίχτηκε το 1996 κι εγώ τότε ήμουν 10 χρονών. Οι γονείς μου την έβλεπαν φανατικά, αλλά επειδή παιζόταν πολύ αργά, εμένα δε με άφηναν να τη δω. Εγώ, όμως, είχα κάνει τη μυστική μου επανάσταση! Είχα βρει μια πατέντα για να το βλέπω χωρίς να με παίρνουν χαμπάρι: όταν άρχιζε η σειρά, σηκωνόμουν αθόρυβα από το κρεβάτι μου, πήγαινα στο χωλ, κοντά στο σαλόνι, καθόμουν σε μια γωνιά κι έβλεπα μέσα από τον αντικατοπτρισμό της τηλεόρασης στη βιτρίνα! Μιλάμε για μεγάλη πατέντα, όχι αστεία! Έτσι είχα δει αρκετά επεισόδια, όμως ήμουν τόσο πολύ περήφανη και χαρούμενη για την ιδέα που είχα σκαρφιστεί, που θα έσκαγα αν δε το μοιραζόμουν με κάποιον! Αδέρφια, δυστυχώς, δεν είχα, οπότε μπορούσα να το μοιραστώ μόνο με τους γονείς μου. Τόσο πολύ ήθελα να με θαυμάσουν γι αυτό που είχα σκεφτεί, που ένα βράδυ, όταν ξεκίνησε η σειρά κι εγώ βγήκα από το δωμάτιο και πήγα στο κρησφύγετό μου, αποφάσισα να τους κάνω να με ανακαλύψουν. Δε θυμάμαι αν έβηξα δήθεν κατά λάθος ή τι ακριβώς έκανα για να με καταλάβουν και να έρθουν να με βρουν. Θυμάμαι, όμως την έκπληξή τους. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι εκείνη τη σκηνή! Νομίζω είχαν γελάσει, ίσως και καμαρώσει για την επινοητικότητά μου. Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η αποκάλυψη μου στοίχησε το να μην ξαναδώ άλλα επεισόδια της σειράς. Δε βαριέσαι...!

Χρόνια μετά, σε κάποιες επαναλήψεις είχε πάρει το μάτι μου κάποια σκόρπια επεισόδια, αλλά καημό το είχα να ξαναδώ όλη τη σειρά από την αρχή μέχρι το τέλος, έτσι τιμής ένεκεν για τότε που δεν τα είχα καταφέρει μικρή! Την ιδέα μου την έβαλε η φίλη μου η Κ., που πάντα με καταστρέφει με κάτι τέτοιες ιδέες της, μια και τον Μάρτιο που βρεθήκαμε μου είπε ότι την ξαναέβλεπε αυτή την εποχή. Έτσι κι εγώ την περασμένη Παρασκευή αποφάσισα να ξεκινήσω εκείνο το εγχείρημα.

Και μόνο το τραγούδι των τίτλων της σειράς, με γύρισε πίσω σε μια άλλη εποχή... Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίηση ότι όλα πλέον τα καταλαβαίνω αλλιώς. Η φοιτητοπαρέα από την Πάτρα, τα φοιτητικά χρόνια που τότε θαύμαζα και περίμενα να ζήσω κι εγώ. Τώρα όλα αυτά είναι εμπειρίες που υπήρξαν, μια περίοδος της ζωής μου που έχει βιωθεί και που συνειδητοποιώ, όχι χωρίς κάποια μελαγχολία, ότι πέρασε ή περνάει πλέον ανεπιστρεπτί. Όταν οι γονείς μου έβλεπαν τότε τη σειρά ήταν 36 χρονών, πόσο νέοι! Είχαν- παρά λίγα χρόνια- την ηλικία που έχω εγώ σήμερα. Και μένα φάνταζαν στα μάτια μου τόσο μεγάλοι, τόσο γονείς... Και δεν ήταν παρά 36 χρονών! 

Βλέπω στη σειρά μια άλλη Αθήνα. Μια ρετρό Αθήνα στην οποία όμως έζησα και μεγάλωσα.  Μια Αθήνα που τότε, αλλά και πολύ αργότερα, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο γοητευτική είναι. Ήταν η δεκαετία του 90, το Παγκράτι, τα τρόλει, τα λεωφορεία, τα ρούχα εκείνης της εποχής. Λέω εκείνης της εποχής. Έφτασα να λέω εκείνης της εποχήςγιατί ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Έφτασα να λέω πριν από είκοσι χρόνια. Μεγαλώσαμε 

Κάποια επεισόδια της σειράς έχουν γυριστεί στη Βαρκελώνη. Αυτό δεν το θυμόμουν! Κοίτα σύμπτωση! Βλέπω την Βαρκελώνη των Ολυμπιακών Αγώνων, τα ταξί που είναι ίδια με σήμερα-κίτρινα και μάυρα- τα ψηλά, καταπράσινα δέντρα, τους μεγάλους δρόμους. Βλέπω τους πρωταγωνιστές να περνάνε από την Plaça Universitat, μπροστά από το Πανεπιστήμιό μου! Η σκέψη μου ξαναγυρνάει στους γονείς μου, στους γονείς των 36 χρόνων, τότε που έβλεπαν τη σειρά. Άραγε θα μπορούσαν να φανταστούν ότι εκείνο το δεκάχρονο κοριτσάκι τους που έβλεπε κρυφά τηλεόραση μέσα από τη βιτρίνα μια μέρα θα έφευγε για εκείνην την πόλη, θα σπούδαζε και αργότερα θα δούλευε σ' εκείνο το Πανεπιστήμιο; Στα πλάνα της σειράς φαίνεται το παράθυρο του τωρινού μου γραφείου, κι εγώ σκέφτομαι ότι, ίσως μετά από χρόνια, όταν ενδεχομένως το παρόν να έχει γίνει πια παρελθόν, να ξαναβλέπω μια μέρα τη σειρά και να λέω, κοίτα, εκείνο το παραθυράκι πάνω δεξιά ήταν το παράθυρο του γραφείου μου.


Βλέπω τις σχέσεις των ανθρώπων, τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα. Τώρα τα καταλαβαίνω όλα καλύτερα. Όταν ήμουν μικρή και βγαίναμε με τους γονείς μου έξω, μου άρεσε να χαζεύω τις παρέες των νέων. Παρέες "μικτές" που έλεγε και η γιαγιά μου, κοπέλες και νεαροί, εκείνες οι παρέες της δεκαετίας του '90. Θα μου πεις, αλλάζουν οι παρέες με τις δεκαετίες; Δεν ξέρω. Πάντως εμένα εκείνες οι παρέες μου είχαν καρφωθεί στο μυαλό. Και έφτιαχναν ό, τι αργότερα θα συγκροτούσε έναν από τους ορισμούς της δικής μου ευτυχίας: ένα μεσημέρι Σαββάτου, ένα ουζερί, φίλοι, παρέα, ήλιος, γέλια

Βλέπω τις κρίσεις στις σχέσεις των ανθρώπων, στη φιλία, στον έρωτα. Τους τσακωμούς, τις παρεξηγήσεις την αλλαγή πλεύσης, τη συμφιλίωση, και πάλι από την αρχή. "Χρώμα δεν αλλάζουν τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε". Τώρα τα καταλαβαίνω όλα καλύτερα. Πόσους ανθρώπους χάνουμε στην πορεία, πόσους βρίσκουμε, πόσες ωραίες συναντήσεις, ουσιαστικές συναντήσεις, για τις οποίες πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπήρξαν. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονών και ξέρω ότι όλα αλλάζουν. Ξέρω ότι η απώλεια, κάθε είδους, είναι μέσα στη ζωή. Αλλά δεν είμαι ούτε και πενήντα, γι αυτό ακόμα "θα εμπιστεύομαι τον άνθρωπο", ακόμα θα πιστεύω ότι η αγάπη πάντα κερδίζει στο τέλος.   



Γιατί...
  

"Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι, 
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας, 
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, 
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας..."













Μ.
20.04.2018
Βαρκελώνη

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Madrid, un día gris y triste...








Para Jose 
In Memoriam




Η Μαδρίτη ποτέ δε μου είχε φανεί πιο γκρίζα, πιο μελαγχολική, πιο θλιμμένη, όσο σήμερα.


Στο λεωφορείο που με πάει από τη Βαρκελώνη στη Μαδρίτη, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στο μαύρο, σ’ αυτό το λεωφορείο που είχα πει ότι δε θα το ξαναπάρω ποτέ, ότι δε θα ξανακάνω ποτέ αυτό το κουραστικό ταξίδι επτά ωρών στους ισπανικούς αυτοκινητόδρομους, σ’ αυτό το λεωφορείο ανέβηκα απόψε με έναν κόμπο στο στομάχι κι έναν φόβο γι’ αυτό που θα συναντήσω μόλις φτάσω.

Μέσα στη μεγάλη αυτή νυχτερινή διαδρομή, trayecto nocturno, όπως γράφει και το εισιτήριό μου, φέρνω στο νου μου τον γάμο του Jose και της Marisa, σχεδόν έξι χρόνια πριν. Ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα, ήμουν ενθουσιασμένη, έλεγα θα ζήσω Mi gran boda española! Παντρευόταν ο αδερφός του καλύτερού μου φίλου και μας είχε καλέσει! Ο γάμος θα γινόταν κοντά στο Τολέδο, σε ένα κτήμα, κι οι καλεσμένοι θα μέναμε εκεί το σαββατοκύριακο. Έχω τόσο όμορφες αναμνήσεις από εκείνη τη μέρα. Θυμάμαι τη διαδρομή Μαδρίτη-Τολέδο. Θυμάμαι την άφιξη στο ξενοδοχείο του κτήματος. Ο Jose είχε διαλέξει για μένα το πιο vintage δωμάτιο, ένα με φλοράλ κουρτίνες και υπέροχα έπιπλα. Τον θυμάμαι ντυμένο γαμπρό με ένα υπέροχο μπαρόκ κουστούμι, όμορφο και χαμογελαστό. Ευτυχισμένο. Θυμάμαι τη  Luisa, τη μητέρα του γαμπρού, να χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου λίγο πριν την τελετή και να μου φέρνει ένα πανέμορφο λουλούδι για το χέρι. Όταν προετοιμάζανε το γάμο, της είχα μιλήσει γι’ αυτό το αμερικάνικο έθιμο με το λουλούδι-βραχιολάκι στο χέρι που τόσο μου άρεσε! Το προηγούμενο βράδυ στη Μαδρίτη μου είχε πει ότι τελικά δεν είχε καταφέρει να βρει το λουλούδι-βραχιολάκι. Ήθελε να μου κάνει έκπληξη, γιατί όχι μόνο το είχε βρει, αλλά και το είχε φτιάξει όλο με πέρλες, σαν πραγματικό κόσμημα, για να μας μείνει είπε, για να το έχουμε ενθύμιο. Ένα για κάθε μία από τις φίλες του γιου της που είχαν έρθει στο γάμο. Πόσο με είχε συγκινήσει τότε…

Θυμάμαι την τελετή του γάμου την ώρα που έπεφτε ο ήλιος… Ήταν όλα μαγικά. Το ζευγάρι έλαμπε από ευτυχία. Θυμάμαι ότι τις βέρες είχαν κανονίσει να τις φέρει ένα πουλί πετώντας… Όμως το πουλί εκείνο που εκπαιδεύανε για να τις φέρει πέθανε μια μέρα πριν, και τελικά τις έφερε ένας αετός, τον οποίο όμως κρατούσε ο εκπαιδευτής γιατί δεν είχε προλάβει να μάθει την κίνηση του συγκεκριμένου πετάγματος σε ένα πρωί… Τώρα που ξαναφέρνω στο νου μου αυτό το γεγονός, σκέφτομαι ότι κανείς μας τότε δεν είχε σκεφτεί ότι εκείνο το πουλί που θα έφερνε τις βέρες και πέθανε μια μέρα πριν ήταν ίσως ένας κακός οιωνός για το τι θα ακολουθούσε… Κανείς μας τότε δε σκεφτόταν τίποτα άσχημο, καμιά αρνητική σκέψη δε χωρούσε στο μυαλό μας.

Θυμάμαι το τραπέζι μας, είχε το όνομα «Καζαμπλάνκα». Ο Javier, το Χαβιεράκι μου, ο καλύτερός μου φίλος, είχε πει στον αδερφό του για το πόσο μου άρεσε αυτή η ταινία. Είχαν προσέξει όλες τις λεπτομέρειες. Θυμάμαι το πρώτο πιάτο, gazpacho με φράουλες, θυμάμαι το χορό των νεονύμφων, θυμάμαι ένα θέαμα με φλαμένκο και άλογα, θυμάμαι τα γέλια, τη χαρά, το ¡vivan los novios!, θυμάμαι ένα ξέφρενο γλέντι μέχρι το πρωί.

Εκείνος ήταν ο πρώτος ισπανικός γάμος που πήγαινα. Και τώρα, σκέφτομαι, πάω στην πρώτη ισπανική κηδεία. Και είναι του ίδιου ανθρώπου. Τι σου είναι η ζωή… Ο Jose έφυγε σήμερα το πρωί.


Φτάνω στη στάση των λεωφορείων Méndez Alvaro, είναι έξι παρά το πρωί και είναι ακόμα νύχτα. Κάνει κρύο, βρέχει, κι εγώ σφίγγω ακόμα πιο δυνατά το μαύρο κασκόλ μου. Σταματάω ένα ταξί, πού πάμε, μου λέει ο ταξιτζής. Tanatorio Sur, του λέω. Tanatorio. Τι φρικτή λέξη. Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει από την πρώτη φορά που την είχα δει γραμμένη. Είναι τα κτίρια όπου οι Ισπανοί ξενυχτάνε τους νεκρούς τους πριν την ταφή. Με τρομάζει τόσο η λέξη όσο και η ιδέα. Tanatorio, το μέρος του θανάτου. Τι φρικτά κτίρια, τσιμεντένια, απρόσωπα, κρύα. Το ταξί με πάει ως την πόρτα. Παίρνω τη βαλίτσα μου και φτάνω στη ρεσεψιόν. «J.C.V. Sala 18», μου λέει. Είναι 6 το πρωί και δεν υπάρχει κανείς, εκτός από τους φύλακες και τη ρεσεψιονίστ. Νεκρική σιγή, σκέφτομαι. Πόσο τραγικά αληθινή έκφραση γι’ αυτή τη στιγμή. Δεν ακούγεται άλλος ήχος εκτός από τα βηματισμό μου και το σύρσιμο από τα ροδάκια της βαλίτσας μου. Ξεκινάω να προχωρώ στο μεγάλο διάδρομο, από το 1 προς το νούμερο 18. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά, το στομάχι μου να δένεται πιο σφιχτά. Νιώθω έναν απέραντο πόνο και μία απροσδιόριστη αγωνία. Φτάνω στο νούμερο 18, διαβάζω το χαρτί με το όνομα του Jose. Θεέ μου, ποτέ δεν περίμενα να δω το όνομά του γραμμένο σε κηδειόσημο. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό και χτυπάω την πόρτα. Μου ανοίγει κάποιος, μπαίνω, δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Ο Javier με τους γονείς του στους μαύρους καναπέδες, δεν με αναγνωρίζουν στην αρχή μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που η Luisa φωνάζει María, María, cielo… Πέφτω στην αγκαλιά τους, δε μπορώ να ψελλίσω τίποτα άλλο πέρα από ένα Lo siento, lo siento mucho. Βλέπω από μακριά τον Jose, τον πλησιάζω, ξαπλωμένος, γαλήνιος, ξεκουράζεται πια, Θεέ μου, σκέφτομαι, τον τσάκισε αυτή η αρρώστια, Θεέ μου, τόσο νέος, είναι δυνατόν; Γυρίζω στο πλευρό της ισπανικής μου οικογένειας, κάθομαι μαζί τους, τι να τους πω; Τι να πεις αυτές τις στιγμές, πώς να βοηθήσεις;

Η ώρα περνάει, η ταφή θα γίνει στις 9.20. Ο κόσμος έρχεται σιγά-σιγά. Στην αίθουσα όπου είναι ο Jose υπάρχει μια πολυθρόνα. Βλέπω τη Luisa καθισμένη να τον κοιτάει, σιωπηλή, μαυροφορεμένη, με σταυρωμένα τα στρουμπουλά χεράκια της, τα πάντα τόσο περιποιημένα, δεν έχει πια δάκρυα, πόσο θα έχει κλάψει αυτή η γυναίκα τους τελευταίους μήνες… «Το είχα καταλάβει ότι μας έφευγε», μου είχε πει πιο πριν στο διάδρομο. «Η ζωή μερικές φορές είναι πολύ άδικη, αλλά όπως και να είναι, είναι έτσι». Βλέπω τον πατέρα, χαμένος, απροετοίμαστος, πονεμένος. Πόσο δύσκολο είναι να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να υποφέρουν…


Μετά την ταφή με πηγαίνουν με το αμάξι στην Atocha. Λίγο πριν με αφήσουν η Luisa μου δίνει μία καρτούλα που εδώ τη λένε recordatorio. Γράφει μια ευχή και το όνομα αυτού που πέθανε. Την ανοίγω γράφει

J.C.V.
Que falleció en Móstoles (Madrid)
el día 2 de marzo
a los 41 años de edad
D.E.P.
Su esposa, padres, padres políticos, hermano y demás familia


Λες και μάντεψε τη σκέψη μου, μου λέει «Κάποτε σου δώσαμε το προσκλητήριο του γάμου του, τώρα σου δίνουμε αυτό». Αυτή της η φράση με τσάκισε και δε μπορώ να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Ο Javier λυγίζει κι αυτός, και τώρα κρατιόμαστε και κλαίμε κι οι δύο, μέσα στο αυτοκίνητο, και δεν ξέρω τελικά ποιος παρηγορεί ποιον.

Κατεβαίνω στην Atocha, μου λένε ότι δε θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που έκανα γι’ αυτούς σήμερα. Τους λέω ότι δε θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι άλλο. Δε θα μπορούσα να μην είμαι εδώ. Όταν μ’ αφήνουν, νιώθω ράκος. Αφήνω τη βαλίτσα κι αποφασίζω να περπατήσω στην πόλη. Χρειάζομαι αέρα. Περπατάω, περπατάω, κάνω την ίδια διαδρομή που κάνω πάντα, αλλά για πρώτη φορά δε μπορώ να χαρώ την άφιξή μου στην πρωτεύουσα. Σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες ώρες, σκέφτομαι όσα έγιναν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, από εκείνη την Κυριακή που με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι η κατάσταση του Jose ήταν πλέον μη αναστρέψιμη και όλα ήταν θέμα χρόνου. Δεν το χωράει το μυαλό μου πώς άλλαξαν όλα σε έξι μήνες.. Ξαναφέρνω στο νου μου όσα μου διηγήθηκε ο Javier το πρωί, για τις τελευταίες ώρες με τον αδερφό του, για όσα έζησε, για τις στιγμές που δε θα ξεχάσει και που τον σημάδεψαν. Σκέφτομαι πόσο μεγάλο πράγμα είναι η φιλία, νιώθω τυχερή που μοιράστηκε μαζί μου στιγμές τόσο προσωπικές, τόσο πολύτιμες. Νιώθω καλά που ήρθα, που ήμουν εδώ, που κατάφερα να πω αντίο στον Jose, που κατάφερα να είμαι παρούσα.

Με πονάει η απώλεια, με πονάει ο πόνος των δικών μου ανθρώπων. Με πονάει ο πόνος αυτών των ανθρώπων. Μα πιο πολύ με πονάει αυτή η μεγάλη αλήθεια που ορθώνεται σήμερα μπροστά μου και θέλει να τη δω κατάματα: η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη μερικές φορές. Είναι κάτι που δεν ήθελα να δω, που δεν ήθελα να πιστέψω. Πάντα πίστευα ότι αν είσαι καλός, αν είσαι σωστός, η ζωή θα είναι καλή μαζί σου. Ότι η ζωή είναι δίκαιη. Τώρα βλέπω ότι στη ζωή μπορούν να συμβούν τα πάντα. Και δεν έχει τόση σημασία ποιος είσαι ή τι έχεις κάνει. Η ζωή και η τύχη μπορούν να παίξουν κάποιες φορές μαζί σου. Και μπορούν να παίξουν πολύ σκληρά. 


Η καρδιά μου είναι παγωμένη. Στη Μαδρίτη ο ουρανός αρχίζει να σκοτεινιάζει περισσότερο, και λέω, πάλι καλά, τουλάχιστον θα ταιριάζει το μέσα μας με το έξω. Μετά από λίγο αρχίζει να βρέχει, αλλά εγώ συνεχίζω να περπατάω. Η  Μαδρίτη ποτέ δεν μου είχε φανεί τόσο γκρίζα, με τόση διάχυτη μελαγχολία στον αέρα, τόσο απρόσωπη, αν και ευτυχώς ακόμα οικεία.

-->
Πρέπει να επιστρέψω και παίρνω το δρόμο ξανά προς την Atocha. Λίγο πριν φτάσω, μπροστά στο μουσείο Reina Sofía κοιτάζω τον ουρανό. Μέσα στη μαυρίλα και τη θλιβερή ατμόσφαιρα, βλέπω έναν τεράστιο σμήνο πουλιών να χορεύει πάνω από το κεφάλι μου. Τα κοιτάω για κάμποσα λεπτά κι αυτά αντί να φύγουν, έρχονται κι άλλα. Τώρα χορεύουν πιο πολύ και σχηματίζουν όμορφα σχήματα στον αέρα. Δεν τα τρομάζει τίποτα, ούτε το κρύο, ούτε το γκρι, ούτε η βροχή. Σκέφτομαι ότι μέσα στο μαύρο δίνουν κάπως μια νότα αισιοδοξίας. Σκέφτομαι ότι τα έστειλε ο Jose από εκεί ψηλά που θα είναι τώρα για να μας πει ότι είναι καλά. Και ότι η ζωή συνεχίζεται πάντα. 



Μ. 
03.03.2018
Μαδρίτη