Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Μπορείς να επιστρέφεις και να βρίσκεις τη σκέψη σου που κάποτε αποτυπώθηκε στο χαρτί, το συναίσθημά σου που πήρε μορφή και έγινε λέξεις, τις αναμνήσεις σου. Τα όσα έζησες. Μπορείς να επιστρέφεις και να διαβάζεις το τότε παρόν που τώρα έχει γίνει παρελθόν. Μπορείς να ξαναβλέπεις τον τότε σου εαυτό, τα θέλω του, τα όσα τον απασχολούσαν, τα όσα τον έτρωγαν, τα όσα τον έκαναν χαρούμενο, τα όσα πρόσμενε να ζήσει, τα όσα νοσταλγούσε, τα όσα του έλειπαν.
Υπάρχει ένα γραπτό, το είχα γράψει πριν περίπου δύο χρόνια. 14 Ιανουαρίου του 2017, μια μέρα πριν πάρω τον δρόμο της επιστροφής, μια μέρα πριν μία ακόμα αναχώρηση από τη την Αθήνα προς τη Βαρκελώνη. Το είχα ονομάσει "Όμορφή μου πόλη...". Ήταν άλλο ένα από τα πολλά κείμενα που έχω αφιερώσει στην πόλη μου, ένα ακόμη κείμενο γεμάτο νοσταλγία, αλλά και προβληματισμό για μια ενδεχόμενη επιστροφή, για όσα (ένιωθα ότι) στερούμουν τον καιρό που ζούσα μακριά της, για μια ζωή αθηναϊκή που δεν ήξερα πώς θα μπορούσε να είναι, αλλά που στα τότε νοσταλγικά μου μάτια φάνταζε γλυκιά.
Θυμάμαι τη στιγμή που είχα γυρίσει σπίτι και είχα γράψει το κείμενο εκείνο. Είχε προηγηθεί ένα όμορφο πρωινό με τις φίλες μου στο κέντρο της πόλης, θυμάμαι τον μετά αποχαιρετισμό στο μετρό, τον κόμπο στο λαιμό μετά τη μουσική του ακορντεονίστα, θυμάμαι εκείνον τον ουρανό στη συμβολή Λαρίσης και Κηφισίας. Θυμάμαι τα δάκρυα. Θυμάμαι αυτό που έγραψα κλείνοντας το κείμενο "και λέω στο εαυτό μου ότι ποτέ δε θα συνηθίσεις να φεύγεις από 'δω. Ποτέ." Μάλιστα είχα γράψει το ποτέ με έντονο μαύρο, για να του δώσω πιο πολλή έμφαση. Ήθελα αυτό το ποτέ να καταφέρει να κλείσει μέσα του όλη αυτήν την μελαγχολία του αποχωρισμού και όχι αποχαιρετισμού, γιατί έτσι το ένιωθα τότε. Κάθε αναχώρηση, ήταν ένας μικρός αποχωρισμός. Κι όπως είχα γράψει και πιο παλιά, σε κάποιο άλλο νοσταλγικό κείμενο που απευθυνόταν και πάλι στην Αθήνα "Every time we say goodbye, I die a little..."
Θυμάμαι εκείνο το πρωί, λίγο πριν συναντηθούμε οι τέσσερις φίλες, η μία από αυτές μου έστειλε μία προκήρυξη. Ήταν μια προκήρυξη για νέους μεταδιδάκτορες. Στο μήνυμα μου έγραφε "Διάβασέ το, ίσως σε ενδιαφέρει". Έριξα μια βιαστική ματιά. Μετά το άφησα για όταν θα γύριζα σπίτι. Γύρισα σπίτι μετά από εκείνη τη σκηνή με τον αθηναϊκό ουρανό, με τα συναισθήματα τόσο ανάμεικτα και εκείνη τη διάχυτη μελαγχολία στον αέρα. Αφού έγραψα το κείμενο, ξαναδιάβασα την προκήρυξη, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά. Είπα μέσα μου "λες;".
Και είπα. Για τους επόμενους δύο μήνες το σκεφτόμουν συνέχεια. Αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά μου, να καθίσω να γράψω μόνη μου την πρώτη μου πρόταση για ένα ερευνητικό έργο κατάδικό μου, για τη χώρα μου, για τη γλώσσα μου, με τη δική μου ομάδα. Αυτό που πάντα (νόμιζα ότι) ήθελα. Πέρασα βράδια με ξενύχτια, βδομάδες ολόκληρες. Με άγχος, πίεση, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας. Στο μυαλό μου γύριζε συνέχεια εκείνο το σούρουπο της αναχώρησης και της κάθε αναχώρησης. Νομίζω ότι έβαλα σ' εκείνη την πρόταση όλη μου τη νοσταλγία των τελευταίων χρόνων. Και κατέθεσα την πρόταση.
Ο καιρός περνούσε. Στο μεταξύ η ζωή προχωρούσε. Προχωρούσε με το δικό της τρόπο, χωρίς να ρωτά (-έτσι γίνεται πάντα, άλλωστε). Νέα πράγματα ήρθαν στο δρόμο μου, νέα δεδομένα. Εκείνο το καλοκαίρι που ακολούθησε και παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια αποφάσισα- αποφασίσαμε- να δώσουμε άλλη μια ευκαιρία στη Βαρκελώνη. Κανένα νέο δεν είχε έρθει άλλωστε από την Αθήνα κι εκείνη την πρόταση. Ήρθαν αλλαγές, άλλες δύσκολες, άλλες όμορφες. Όπως το καινούργιο μας σπίτι. Αυτό που τόσο καιρό ψάχναμε. Αυτό που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά μια μέρα του Ιούλη. Αυτό που νοικιάσαμε με όλη μας την ilusión γι αυτό το καινούργιο που ξεκινούσε. Αυτό που φτιάξαμε γωνιά-γωνιά μαζί από την αρχή. Αυτό που μας έφερε έναν υπέροχο χρόνο γλυκιάς καθημερινότητας. Ναι, αυτό ήταν που μας έδωσε πέρυσι η Βαρκελώνη: μια γλυκιά καθημερότητα. Απλή και γλυκιά. Δηλαδή, όμορφη. Και κέρδισε στην καρδιά μου το στοίχημα.
Ο καιρός συνέχισε να περνάει. Η ζωή συνέχισε να προχωράει, με τον δικό της πάντα τρόπο. Και να φέρνει νέα δεδομένα, χωρίς να ρωτά. Κι έτσι μια μέρα έλαβα την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εκείνης της πρότασης που είχα καταθέσει. Μου είχαν δώσει το ερευνητικό. Αν είχα γράψει αυτές τις γραμμές τότε που πρωτοέλαβα την απάντηση θα είχα κλείσει την προηγούμενη πρόταση με ένα τεράστιο θαυμαστικό. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική, ειδικά μετά τη δύσκολη εργασιακά περσινή χρονιά. Τώρα, όμως, την κλείνω με τελεία. Τελεία. Τι σου είναι ο άνθρωπος;
Ο περασμένος Σεπτέμβρης με βρήκε στην Αθήνα να παλεύω με την ελληνική γραφειοκρατία. Με βρήκε μακριά από το σπίτι μου και από την πόλη στην οποία είχα περάσει τα εννιά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Κάποτε πίστευα ότι αυτή η επιστροφή που τόσο νοσταλγικά πρόσμενα κάποτε, θα ήταν γλυκιά. Όχι εύκολη, αλλά τουλάχιστον γλυκιά. Και ξαφνικά ήρθε η μεγάλη συνειδητοποίηση: Ένιωθα ξένη. Χαμένη. Αποπροσανατολισμένη. Για πρώτη φορά ένιωθα ξένη στην ίδια μου την πόλη. Ξένη ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Ξένη γιατί ζούσα μια ζωή που δεν ήταν η δική μου. Που δεν ήθελα να είναι η δική μου. Σκέφτηκα τη Βαρκελώνη. Τα όσα νόμιζα τόσα χρόνια ότι στερούμουν όσο ζούσα εκεί. Ξεχνούσα, όμως, τα όσα μου έδινε. Ξεχνούσα ότι εκείνη με έκανε αυτό που είμαι τώρα. Ότι εκεί είναι η καθημερινότητά μου. Ότι όσο κι αν νοσταλγούσα, μέσα μου ήμουν τελικά πολύ πιο δεμένη από όσο νόμιζα μαζί της. Τόσο που πλέον δε μπορώ να με φανταστώ μακριά της. Και ξαφνικά ένιωσα για πρώτη φορά κάτι που με τρόμαξε: ότι μέσα μου δεν ανήκω πια εδώ, αλλά εκεί. Δεν το σκέφτηκα. Το ένιωσα.
Και κάπως έτσι η νοσταλγία γύρισε από την αντίθετη κατεύθυνση και με τάραξε.
Το καλό με τα γραπτά που μένουν είναι ότι μπορείς να επιστρέφεις σ' αυτά όποτε θέλεις. Κι εγώ τώρα επιστρέφω σ' εκείνο το κείμενο της 14ης Ιανουαρίου του 2017 για να βρω όλη την ilusión που είχα νιώσει τότε για μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση που τώρα έγινε κατά κάποιον τρόπο παρόν. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω για να θυμηθώ όλα όσα αισθανόμουν. Όσα σκεφτόμουν. Αλλά, δυστυχώς, "Τίποτα δεν είναι πάντα όσο τέλειο θα ήθελες να ήταν".
Προσπαθώ γράφοντας να βάλω σε τάξη την εσωτερική αναταραχή που νιώθω τους τελευταίους μήνες. Αυτόν τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθώ να συνδέσω τα γεγονότα μεταξύ τους, να βρω συμβολισμούς πίσω από αυτά. Να πω ότι όλα γίνονται για κάποιον λόγο, για να οδηγηθούμε λίγο παρακάτω.
Προσπαθώ να συλλογιστώ πώς θα είναι τα επόμενα χρόνια, πώς θα είναι αυτό το πήγαινε-έλα, από την αντίθετη τώρα κατεύθυνση. Θα αντέξω; Θα τα καταφέρω; Μπορώ; Θέλω;
Προσπαθώ να κλείσω τις σκέψεις μου με κάτι αισιόδοξο ή έστω πιο θετικό...
Θα επιστρέψω σε δυο φράσεις-καταφύγιο, και θα τις πιστέψω με όλη μου τη δύναμη, γιατί το έχω ανάγκη, πιο πολύ από ποτέ:
1. "Μη διώχνεις κάτι που έρχεται..."
2. "Η ζωή ξέρει."
Μ.
13.10.2018
Βαρκελώνη