Λίγο πριν μια ακόμη αναχώρηση περπατώ στους δρόμους της πόλης. Κοιτάζω, απορροφώ όσο πιο πολλές εικόνες μπορώ. Οι σκέψεις πάντα ίδιες, πώς θα ήταν αν αυτοί οι δρόμοι, αυτά τα μέρη, μετά από περίπου δέκα χρόνια ξαναγίνονταν καθημερινότητα... Στο μυαλό μου τριγυρνάει η σκέψη μιας Μαρίας ενήλικης πια, σε μία άλλη δεκαετία της ζωής της, ξανά στην Αθήνα. Πώς θα ήταν; Κοιτάω τους δρόμους, τις διάφορες γειτονιές, σκέφτομαι πού θα μου άρεσε να μένω αν επέστρεφα... Πάντα μου άρεσε η περιοχή πίσω από τον Ευαγγελισμό, κάτω από τον Λυκαβηττό. Κάπως άπιαστο όνειρο, αλλά το καλό με τα όνειρα είναι ότι δεν κοστίζουν, άρα γιατί να μην τα κάνεις; Θα ήθελα, λοιπόν, ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, με θέα στις στέγες των πολυκατοικιών. Με ένα μεγάλο σαλόνι, μια τεράστια βιβλιοθήκη όπου να έχω καταφέρει επιτέλους να μαζέψω όλα μου τα βιβλία σε ένα μέρος και όχι διάσπαρτα στις πόλεις μου, και ένα καταδικό μου γραφείο, με πίνακες στο πάτωμα και όχι κρεμασμένους.
Φαντάζομαι μια ζωή εδώ που δεν ξέρω αν θα υπάρξει ποτέ, που δεν ξέρω πόσο θέλω να ξαναϋπάρξει ή τι είμαι διατεθειμένη να θυσιάσω για να ξαναϋπάρξει.
Προχθές επέστρεψα για λίγο στην παλιά μου σχολή. Είναι περίεργο το συναίσθημα που μου βγάζει κάθε φορά που επιστρέφω, και δυστυχώς όχι πάντα ευχάριστο. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που έφυγα από εκεί με την επιθυμία να τρέξω όσο πιο μακριά μπορώ. Υπάρχουν πράγματα που δε θέλω να θυμάμαι, την αλαζονεία των περισσότερων καθηγητών, την αδιαφορία, τα μέιλ που ποτέ δεν απαντιούνταν, το χάος, την πλήρη αναξιοκρατία και την παντελή έλλειψη οργάνωσης. Καλά το είπα πριν, το χάος. Υπήρχαν και καλές αναμνήσεις, λίγες, αλλά υπήρχαν. Θυμάμαι τα πρωινά με τη Ν. στο αυτοκίνητο, τις κουβέντες μας στο δρόμο, τον καπουτσίνο με κανέλα από το κυλικείο (καλά, κορίτσια, ρυζόγαλο θα φτιάξετε;). Κάποια μαθήματα που πραγματικά μπορούσαν να εμπνεύσουν. Τη θέα από τους ψηλούς ορόφους. Τα ηλιοβασιλέματα την ώρα που σχολούσαμε. Τους στίχους του Λειβαδίτη γραμμένους στα σκαλοπάτια. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που πήγαμε με τη Ν. να γραφτούμε, τα τεράστια γράμματα "ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, 1987"- η σχολή είναι ένα χρόνο μικρότερή μας, είχα πει. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου που ήμουν εκεί, για τη φοιτητική ζωή που ξεκινούσε, για τα όσα θα μάθαινα, για το ότι ήμουν τόσο σίγουρη για την επιλογή μου. Και παρά το γεγονός ότι όσα είδαμε αργότερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν αυτά που περιμέναμε, εγώ ξέρω ότι ακόμη και σήμερα πάλι την ίδια σχολή θα επέλεγα.
Επιστρέφω και δίνω τη διάλεξη, μιλάω επιτέλους στη γλώσσα μου- είναι πολύ σημαντικό να μιλάει κανείς στη δουλειά του στη γλώσσα του. Μ' αρέσουν οι διαλέξεις σε μεταπτυχιακούς, μ' αρέσει να μαθαίνω από εκείνους. Αλίμονο αν νομίζεις ότι θα μπεις στην τάξη και ότι οι φοιτητές είναι οι μόνοι που έχουν να μάθουν κάτι εκείνη την ημέρα. Στο τέλος της ομιλίας μένουμε μόνες μας με την καθηγήτρια που με έχει προσκαλέσει. Με ρωτάει αν σκοπέυω να επιστρέψω. Με ξαφνιάζει η ερώτησή της γιατί είναι η πρώτη φορά που δε μου λέει "Καλά είσαι εκεί που είσαι, μη γυρίσεις ποτέ". Μου λέει ότι τίποτα δεν είναι ανέφικτο, αλλά το σημαντικό είναι τι θέλω εγώ να κάνω. "Εσύ θέλεις να γυρίσεις;" Να μια καλή ερώτηση.
Φεύγω από τη Φιλοσοφική προβληματισμένη. Σκέφτομαι ξανά τον μελλοντικό μου εαυτό σ'αυτήν την πόλη. Προσπαθώ να με δω. Κάνω αγώνα να διώξω τις άσχημες σκέψεις (τις κρύες αίθουσες, τα σπασμένα γραφεία, τη θέα αυτού του γκρίζου, βρώμικου και καταθλιπτικού κτιρίου δίπλα στο νεκροταφείο, το μπάχαλο και τις τόσο αντίξοες συνθήκες για κάθε νέο ερευνητή). Προσπαθώ να σκεφτώ όμορφα πράγματα, ένα γραφείο με θέα την πόλη-έστω και χωρίς θέρμανση- την ιδέα ότι όσα έμαθες τόσα χρόνια θα τα εφαρμόσεις στη χώρα σου, την ιδέα ότι όσα δεν σου αρέσουν σε αυτό το σύστημα μπορείς (να προσπαθήσεις) να τα αλλάξεις. Τους φοιτητές που μπήκαν κι αυτοί με ενθουσιασμό- όπως και εγώ κάποια άλλη εποχή- και που περιμένουν από κάποιον την αλλαγή.
Σκέφτομαι κι άλλα, που τόσα χρόνια μου λείπουν. Τα κυριακάτικα τραπέζια με τους γονείς μου, τους καφέδες με τους φίλους, τις κουβέντες, τις στιγμές που χάνω. Το πού είσαι γιατί δεν περνάς από 'δω λίγο, την κοινή καθημερινότητα με τους ανθρώπους που αγαπάω.
Σάββατο πρωί και είμαι φορτωμένη σκέψεις, τις οποίες μοιράζομαι με τις φίλες μου. Είμαστε στο κέντρο και είναι τόσο όμορφα. Η Κ. με ρωτάει πώς νιώθω που αύριο φεύγω κι εγώ λέω πως είμαι καλά αυτή τη φορά, μια και ξέρω ότι σύντομα θα είμαι και πάλι εδώ.
Στο δρόμο της επιστροφής όλα αλλάζουν. Ο αθηναϊκός ουρανός έχει πάρει ένα υπέροχο χρώμα, αλλά ο αέρας μυρίζει ξαφνικά βροχή και μελαγχολία. Στο μετρό λίγο πριν αποχαιρετίσω την Ο. που γυρίζει μαζί μου, νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. Την αποχαιρετάω και κατεβαίνω στη στάση μου, ενώ πίσω ακούγεται ο ήχος ενός ακορντεόν... Παίζει μια πολύ μελαγχολική μελωδία κι εγώ νιώθω τον κόμπο να μου ανεβαίνει ως το λαιμό και να με πνίγει. Βγαίνω από το σταθμό, κοιτάω τον ουρανό, τις αμπελοκηπιώτικες πολυκατοικίες, τον κόσμο που περπατάει. Στη συμβολή Λαρίσης και Κηφισίας, λίγο πριν περάσω το φανάρι κοιτάω στο βάθος της λεωφόρου. Ένας ουρανός φωτιά. Χωρίς να καταλάβω πώς τα μάτια μου έχουν γεμίσει δάκρυα. Στο μυαλό μου αυτή δεν είναι μια απλή εικόνα, είναι το "εδώ" μου. Από αύριο, θα βρίσκομαι πάλι σε μια άλλη πόλη και αυτός ο ουρανός δε θα είναι παρά μια ανάμνηση.
Το Σάββατο μύρισε αποχαιρετισμό και με πονάει. Περπατώ ακόμα με τα μάτια υγρά και λέω στον εαυτό μου ποτέ δε θα συνηθίσεις να φεύγεις από 'δω. Ποτέ.
Μ.
14.01.2017
Αθήνα