Απρίλης.
Πέρασε τόσο γρήγορα που ούτε τον κατάλαβα.
Πολλά
ταξίδια, πολλές βαλίτσες. Αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τρένα, άλλα αεροπλάνα. Είναι
ωραία τα ταξίδια, αλλά είναι ωραίο και να γυρίζεις σπίτι.
Έγραψα
πολλά σ΄ αυτά τα ταξίδια και σκέφτηκα άλλα τόσα. Ίσως μια μέρα βρουν το δρόμο τους
και βγουν από το συρτάρι.
Τέλος
του μήνα και σκέφτομαι την απόφαση των τελευταίων ημερών και πώς πάρθηκε. Έκανα
καλά, δεν έκανα, ο χρόνος θα δείξει. Αποφάσισα ν’ αφήσω κι εγώ μια φορά τα
πράγματα στην τύχη τους, ν’ ακολουθήσω αυτό που λένε «το ένστικτό μου». Την
καρδιά μου.
Δε
θέλω να φύγω.
Αυτό
μου ψιθύρισε ο εαυτός μου αυτήν την εβδομάδα. Το είπε σιγανά, τόσο ψιθυριστά,
σαν αεράκι. Ίσως φοβήθηκε την αντίδρασή μου.
Δε
θέλω να φύγω. Δε θέλω να
ξεκινήσω πάλι από το μηδέν, δεν έχω το κουράγιο. Δε θέλω να πάψω να μιλάω
ισπανικά, να πάψω ζω ανάμεσα σ’ αυτούς τους
ανθρώπους. Δε θέλω να μαζέψω τις βαλίτσες μου για μία βόρεια, γκρίζα και παγωμένη
χώρα, με μια αλαμπουρνέζικη γλώσσα που δεν ξέρω και ούτε τρελαίνομαι να μάθω. Θέλω
να δώσω στη Βαρκελώνη άλλη μία ευκαιρία.
Δε
θέλω να φύγω. Είναι
περίεργο που το λέω, γιατί από την αρχή του φθινοπώρου προετοίμαζα στο μυαλό
μου τη μελλοντική φυγή μου από αυτήν την πόλη που δεν έχει πια τόσες ευκαιρίες
να μου δώσει.
Ή μήπως έχει;
Δεν
έκανα την αίτηση. Τα χαρτιά έμειναν στο φάκελο με τα «πρόχειρα», για την
επόμενη φορά- αν και εφόσον.
Δεν
έκανα την αίτηση. Οι αποφάσεις τελικά έχουν μεγάλο βάρος. Πονάς μέχρι να τις πάρεις.
Δεν
ξέρω αν έκανα καλά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι την επόμενη νύχτα της απόφασης
κοιμήθηκα ανάλαφρη, σαν να μου είχε φύγει από πάνω ένα τεράστιο βάρος.
Γιατί
για μια φορά κι εγώ πρέπει ν’ ακούσω αυτό το ψιθύρισμα του εαυτού μου!
«-Κι
αν χάσουμε;
-Απλά
… θα ξαναρχίσουμε από την αρχή.
Το ζήτημα είναι αν θα κινήσουμε.»
Μ.
30.04.2015
Βαρκελωνη