Το
«Κασετόφωνο» ούτε που φαντάζεται πόσο ευγνώμων του είμαι που πρόσθεσε στις
λίστες του τον ήχο της βροχής και των κυμάτων. Είναι οι αγαπημένοι μου ήχοι,
μαζί με αυτούς της νυχτερινής πόλης τα μεσάνυχτα.
Απόψε
το βράδυ δεν σταματώ να ακούω τον ήχο των κυμάτων. Έτσι μπορώ, ακόμα και με
αυτόν τον τρόπο, να έχω την ψευδαίσθηση μιας κοντινής θάλασσας που περιμένει να
με πάρει μακριά. Έτσι έχω την ψευδαίσθηση ότι φεύγω για λίγο από το διαμέρισμα
στην καρδιά της Βαρκελώνης και φτάνω στο σπίτι στο χωριό, εκεί που τα βράδια
του Αυγούστου, όταν τα φώτα των μαγαζιών και των σπιτιών σβήνουν, με βρίσκουν
να κάθομαι στο χαγιάτι και να ακούω τα κύματα πίνοντας παγωμένη μαστίχα και
κοιτάζοντας τον ουρανό.
Περνούν
οι μέρες, πέρασε το μισό του καλοκαιριού κι εγώ ακόμα δεν έχω κάνει παρά μόνο
ένα μπάνιο-κι αυτό κλεφτό. Είχα χρόνια να μείνω μέχρι τόσο αργά στη Βαρκελώνη.
Αυτές τις μέρες, όταν μπορώ να βρω λίγο χρόνο να την περπατήσω, σκέφτομαι κάτι
που είχα καιρό να νιώσω: η Βαρκελώνη είναι μια υπέροχη πόλη. Η καλοκαιρινή Βαρκελώνη είναι μια ακόμα πιο υπέροχη πόλη. Και
συνειδητοποιώ πόσο την αγαπώ και πόσο δική
μου είναι, πόσο οικεία, καθημερινή, αληθινή. Πόσο σπίτι μου.
Απόψε
έκλεισα το έγγραφο word -αυτό
που μου ζητάει επιτακτικά να το γεμίσω με ακόμα περισσότερες λέξεις και
σκέψεις- και ξεκίνησα να κάνω δουλειές. Ακούγοντας πάντα των ήχο των κυμάτων.
Και τώρα που τελείωσα με τις δουλειές, καθάρισα, σφουγγάρισα, σιδέρωσα, έβαλα πλυντήριο, άπλωσα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, ένιωσα ξανά
πόσο πολύ αγαπάω αυτό το σπίτι∙ τις γωνιές του, τα πλακάκια του, το ψηλό ταβάνι
του, την κουζίνα του, την πολυθρόνα, το «βεστιάριο», το υπνοδωμάτιο με το
κόκκινο πορτατίφ, και πάνω απ’ όλα, το μπαλκονάκι με το φυστικί τραπέζι. Κι
αυτή η στιγμή μέσα στη νύχτα, με τα «κύματα», το αεράκι να φυσάει την κουρτίνα και
το βιβλίο του Ρίτσαρντ Φορντ δίπλα μου, νιώθω ότι δε χρειάζομαι τόσο την
ψευδαίσθηση του «αλλόύ». Γιατί έχω το «εδώ». Και το εδώ μου αρέσει.
Γιατί το έφτιαξα εγώ, είναι δικό μου και τ’ αγαπώ.
Μ.
18.07.2014
Βαρκελώνη