Η Αθήνα θα γίνει ρετρό, όπως στη φωτογραφία.
Θα είναι μια μέρα γιορτών, μετά τα Χριστούγεννα, αλλά πριν την Πρωτοχρονιά. Ξέρεις, σε αυτό το γλυκό ενδιάμεσο.
Εγώ θα φορέσω το μαύρο παλτό μου και το γκρενά καπέλο μου, θα πάρω την ομπρέλα μου γιατί ίσως βρέξει και θα βγω στους δρόμους. Θα περπατήσω όλη την Βασιλίσσης Σοφίας μέχρι το Σύνταγμα. Μετά θα κατευθυνθώ προς την Ακρόπολη και τη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Θα σουρουπώνει αλλά θα έχει λίγο φως ακόμα. Σε μια γωνιά που μόνο εγώ έχω στο μυαλό μου, θα σταματήσω. Θα κοιτάξω λίγο τα φώτα που σιγά σιγά θα ανάβουν, θα αφουγκραστώ τη σιωπή. Πιο μετά θα γυρίσω το κεφάλι μου.
Θα είσαι εσύ.
Δεν θα ξαφνιαστώ που θα σε δω. Ούτε θα σε ρωτήσω πώς μπόρεσες να ταξιδέψεις στο χωροχρόνο, ούτε πώς βρέθηκες εδώ.
Θα σε κοιτάξω σαν να ήσουν ο πιο πιθανός άνθρωπος που θα μπορούσα να δω σε αυτό το μέρος τη δεδομένη στιγμή. Θα χαμογελάσω. Δεν ήσουν ο πιο πιθανός, αλλά σίγουρα ο πιο επιθυμητός.
Σου πάει η πόλη σου, θα μου πεις.
Θα χαμογελάσω πάλι.
Τι θα μου δείξεις. Τι θέλεις από αυτήν να μοιραστείς μαζί μου;
Θα σου πω, θέλω να μοιραστώ λίγο χρόνο. Λίγο χρόνο μαζί σου στους δρόμους της.
Θέλω μια κοινή ανάμνηση.
Τώρα θα 'ρθει η σειρά σου να μου χαμογελάσεις.
Πάμε, θα μου πεις.
Θα ξεκινήσουμε να περπατάμε μαζί.
Στην πόλη θα ακούγεται η φωνή του Σινάτρα, σαν από παλιό γραμμόφωνο.
Για μια στιγμή θα νομίσω ότι ζω μια σκηνή από ταινία.
Θα στο πω.
Θα πεις, όταν πέφτει η νύχτα είναι όλα πιθανά.
Θα σου πω, θέλω να σου δείξω τα φώτα της πόλης μου.
Αυτός ο δρόμος είναι ο αγαπημένος μου, αυτός ο δρόμος είναι η επιστροφή μου.
Θα ξαποστάσουμε για λίγο στο κρυμμένο καφέ.
Θα καθίσουμε αντίκρυ και θα κοιταχτούμε.
Θα μου πεις, αυτή η πόλη σου μοιάζει.
Σκοτεινιάζει όπως το βλέμμα σου.
Αλλά εγώ πίσω από τη σκοτεινιά σου, βλέπω φως.
Μου έλειψες, θα σκεφτώ.
Όταν θα βγούμε ξανά στο δρόμο η ώρα θα είναι περασμένη.
Πρέπει να φύγω σε λίγο, θα μου πεις.
Θα σου πω, άσε με να σου δείξω άλλο ένα αγαπημένο μου μέρος.
Μου λες, την πόλη σου από ψηλά;
Θα χαμογελάσω ξανά.
Με ξέρεις, θα σκεφτώ.
Λυκαβηττός.
Στη δικιά μου γωνιά.
Θα σου πω, όταν κοιτάω την πόλη μου από ψηλά, με ξαναβρίσκω.
Θα μου πεις, όταν σε κοιτάω στα μάτια, με ξαναβρίσκω.
Θα σταθούμε για λίγο χωρίς να μιλάμε.
Μου έλειψαν οι σιωπές μας, θα σκεφτούμε.
Ο αέρας θα γίνει πιο κρύος, η νύχτα πιο σκοτεινή.
Τα φώτα της πόλης θα θολώσουν.
Θα μείνω ώρα με τη θολωμένη εικόνα στα μάτια.
Θα γυρίσω το κεφάλι.
Δε θα είσαι πια εκεί.
Είναι όμως εκεί η κοινή μας ανάμνηση.
Γιατί τις μέρες των γιορτών, όλα είναι πιθανά.
Θα σκεφτώ και θα πάρω το δρόμο της επιστροφής.
*Φωτογραφία:
Κώστας Μπαλάφας "Αθήνα, Δεκέμβριος 1960"
Μαρία
18.12.2012