Απόγευμα μιας τυχαίας καθημερινής βρίσκομαι στο καφέ του βιβλιοπωλείου La Central... Μπαίνω μέσα και η μυρωδιά χαρτιού κυριαρχεί στο χώρο. Τι ωραία μυρωδιά η μυρωδιά του χαρτιού και των βιβλίων!
Ανεβαίνω την ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι. Στα σκαλοπάτια βρίσκονται βιβλία, βιβλία, παντού βιβλία. Πάντα σκεφτόμουν ότι αν είχα ποτέ σπίτι με ξύλινη σκάλα, θα υπήρχαν παντού βιβλία, ακόμα και στα σκαλοπάτια, όπως σε αυτό το βιβλιοπωλείο.
Το καφέ είναι κρυμμένο και μου αρέσει. Μία γωνίτσα με δέκα λευκά τραπεζάκια και μια terraza που βλέπει στην πίσω μεριά μοντερνιστικών κτιρίων της Eixample. Δεν έχει κόσμο και αυτό μου αρέσει επίσης. Έχουν λιγοστέψει τα μέρη με ησυχία στο κέντρο της πόλης.
Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι, η πρώτη ήταν πριν από αρκετά χρόνια. Κάθομαι σε ένα τραπεζάκι στο ίδιο που καθόμουν τότε. Μου έχει αποτυπωθεί εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα. Ήμουν μόνη μου τότε, το καφέ ήταν τελείως άδειο. Στο τραπεζάκι μπροστά ήρθε ξαφνικά μια κοπέλα. Είχε μακριά κυματιστά μαλλιά και μεγάλα μάτια. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, αλλά δεν μπόρεσα να δω τον τίτλο του. Κάθισε, παρήγγειλε έναν καφέ, άνοιξε το βιβλίο της και άρχισε να διαβάζει. Την παρατηρούσα. Κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές προς την πόρτα. Στα μάτια της έβλεπα μία ανυπομονησία. Φαντάστηκα ότι θα περίμενε κάποιον. Μετά από λίγη ώρα, βήματα ακούστηκαν από την ξύλινη σκάλα. Ήταν αργά το απόγευμα, λίγο πριν το κλείσιμο και το παταράκι ήταν σχεδόν άδειο. Έτσι κάθε φορά που κάποιος ανέβαινε, ήταν εύκολο να τον ακούσει κανείς. Η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της προς τη σκάλα και ασυναίσθητα το έστριψα κι εγώ. Νομίζω αισθάνθηκα κι εγώ μια ανυπομονησία για να δω ποιον περίμενε. Ο θόρυβος των βημάτων πλησίασε και ξαφνικά εμφανίστηκε ένας μελαχρινός νεαρός. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που κοιτάχτηκαν, κατευθείαν στα μάτια και οι δύο. Την πλησίασε και νομίζω τη φίλησε, δε θυμάμαι καλά. Κάθισε δίπλα της. Φαντάζομαι τη ρώτησε τι διαβάζει, γιατί εκείνη έτεινε το βιβλίο προς το μέρος του κι εκείνος άρχισε να το ξεφυλλίζει. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες με λόγια, κι άλλες τόσες με τα μάτια. Είχαν το βλέμμα των ανθρώπων που απολάμβαναν την κάθε στιγμή μεταξύ τους. Σχεδόν ένιωσα άσχημα που βρισκόμουν κι εγώ εκείνη τη στιγμή στο ίδιο καφέ, μαζί τους, έστω και μακριά και χαλούσα το κάδρο της στιγμής τους. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, το πιο πιθανό είναι να μην είχαν καν προσέξει την παρουσία μου. Κάποια στιγμή τους είδα να παίρνουν μια χαρτοπετσέτα και να γράφουν κάτι. Δεν μπορούσα να δω τι είναι, αλλά σκέφτηκα πως ίσως έγραψαν την ημερομηνία και κάτι δικό τους, συνθηματικό. Κάτι που μόνο εκείνοι θα μπορούσαν πραγματικά να "διαβάσουν". Η κοπέλα το πήρε και το έκλεισε στο βιβλίο της.
Σηκώθηκαν. Πριν σηκωθούν κοιτάχτηκαν ξανά βαθιά στα μάτια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα ότι αυτό το ζευγάρι αποχαιρετιόταν μπροστά μου. Μια αντίστροφη μέτρηση πλανιόταν στην ατμόσφαιρα κι εγώ ήξερα ότι μετρούσαν τις τελευταίες του στιγμές. Έγινα άθελά μου μάρτυρας του ιδιαίτερου "αντίο" δυο αγνώστων. Μια έντονη γεύση απώλειας με πλημμύρισε. Απέμεινα μόνη και χάζευα το άδειο τραπέζι, όπως το κοιτάω τώρα.
Πολλές φορές έκτοτε έχω φέρει στο μυαλό μου αυτό το ζευγάρι και έχω σκεφτεί τι να απέγιναν η κοπέλα με το βιβλίο και ο μελαχρινός νεαρός. Και ίσως φανεί περίεργο αλλά κάθε φορά που περπατάω στην οδό Mallorca και περνάω έξω από το βιβλιοπωλείο, η καρδιά μου σφίγγεται κάπως. Αρχίζω να πιστεύω πως ίσως γι αυτό δεν είχα ξαναέρθει από τότε. Φοβόμουν να ξανανιώσω την ίδια αίσθηση απώλειας. Γιατί βαθιά μέσα μου, ξέρω ότι από αυτό το ζευγάρι, το μόνο που θα έχει μείνει τώρα πια είναι μια χαρτοπετσέτα κρυμμένη στο βιβλίο της κοπέλας...
Μαρία
20.11.2012