Στο καφέ που κάθομαι η μουσική
σκεπάζεται από τις φωνές των διπλανών τραπεζιών, από το τρυπάνι του δρόμου και
από το θόρυβο της μηχανής του καφέ.
Εγώ κάθομαι μόνη μου σε ένα μικρό
τετράγωνο τραπεζάκι με πράσινο καρό τραπεζομάντιλο και μία μικροσκοπική λάμπα
δεξιά. Κοιτάω μπροστά την τεράστια ανοιχτή πόρτα και βλέπω τους ανθρώπους να
περπατάνε στο βρεγμένο πεζόδρομο. Σκέφτομαι πόσες φορές τα τελευταία τρία
χρόνια έχω καθίσει στο ίδιο τραπέζι και έχω κοιτάξει την ίδια θέα, το ίδιο ζωντανό
κάδρο, και πόσοι διαφορετικοί άνθρωποι έχουν περάσει μπροστά από τα μάτια μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που
ανακάλυψα αυτό το μέρος, μόλις είχα προωτοανοίξει. Ήταν Γενάρης και εγώ έκλεινα
το πρώτο μου εξάμηνο στην πόλη. Μου έκανε εντύπωση και κάθισα λίγα λεπτά και το
κοίταξα, όπως κοιτάζουν τώρα αυτοί οι άνθρωποι που περνάνε από μπροστά μου.
Αυτό ήταν. Αυτό το καφέ έγινε το καφέ μου.
Τώρα ξαναγυρίζω, αλλά δεν το
αναγνωρίζω πια. Έχει χάσει κάτι από τη γοητεία του, από τη μυστικότητά του.
Έγινε πια πολύ γνωστό και είναι συνέχεια γεμάτο κόσμο. Κόσμο που το
επισκέπτεται γιατί είναι της μόδας, γιατί «ακούγεται» παντού, αλλά που δεν
αγαπάει κάθε γωνιά του όπως εγώ. Για μένα κάθε τραπεζάκι είναι μια ιστορία και
μία στιγμή, κυρίως της πρώτης χρονιάς στη Βαρκελώνη. Θυμάμαι να συνομιλώ με
τους ιδιοκτήτες, τον Τομάς από τις Βόρειες Χώρες και τη Ρεγγίνα από το Μεξικό
και να μου λένε τα όνειρά τους, πώς φτιάξανε το καφέ-γκαλερί, πώς προσπαθούσαν
να πάρουν άδεια για να βγάλουν τα τραπεζάκια τους έξω. Και όντως με τον καιρό,
τα πέτυχαν σχεδόν όλα και τώρα οι καλλιτέχνες κάνουν ουρά για μία έκθεση εδώ,
και το δημαρχείο ενέκρινε τα τέσσερα τραπεζάκια στην Enric Granados. Ο Τομάς
και η Ρεγγίνα δεν έρχονται πια τόσο συχνά, τώρα που γίνανε επιτυχημένοι επιχειρηματίες βάλανε σερβιτόρους και το δουλεύουν.
Η Ρεγγίνα έμεινε έγκυος και τώρα έχει ένα μωράκι, το είδα τις προάλλες.
Δεν ξέρω αν σας έχει συμβεί ποτέ,
να κοιτάτε την εξέλιξη της ζωής μέσα από την εξέλιξη της ζωής κάποιων προσώπων.
Οι ιδιοκτήτες αλλάξανε, το καφέ άλλαξε. Δείγμα ότι ο καιρός περνάει. Και όλα
αλλάζουν.
Σήμερα κάθομαι στο ίδιο καφέ-που
δεν έχει πια την χάρη του τότε, αλλά δεν μπορώ να μην έρχομαι- κάθομαι στο ίδιο
τραπεζάκι, πίνω τον ίδιο καφέ και σκέφτομαι: εγώ είμαι η ίδια; Τι μένει ίδιο
από αυτήν την κοπέλα που χαζεύει τους περαστικούς πίνοντας καφέ ένα φθινοπωρινό
απόγευμα Οκτωβρίου; Πόσες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου όλον αυτόν τον
καιρό; Πόσα όνειρα εκπληρώθηκαν τα τελευταία χρόνια και πόσα όχι;
Αν αυτή τη στιγμή μπορούσα να
κλείσω τα μάτια και με έναν μαγικό τρόπο να μεταφερθώ κάπου αλλού, θα ήθελα να
βρεθώ στη φθινοπωρινή Νέα Υόρκη, σε εκείνο το καφέ που είχα ξεθάψει μία μέρα
περπατώντας με τις ώρες. Να κοιτάω τη βροχή μέσα από την τζαμαρία, να βλέπω την
κίνηση στους δρόμους, τον κόσμο και τα κίτρινα ταξί.
Αλλά ο θόρυβος από το τρυπάνι στο δρόμο
με επαναφέρει στο εδώ, στο τώρα. Τώρα είμαι στο αγαπημένο καφέ της Enric Granados, στη Βαρκελώνη, σε μια πόλη που έχει γίνει τόσο δική μου, ώστε μερικές
φορές ακόμα και να με πνίγει, όπως σε πνίγει η ρουτίνα μιας πόλης και μιας ζωής
της οποίας έχεις γίνει για τα καλά αναπόσπαστο κομμάτι.
Είμαι εδώ. Μετά θα σηκωθώ και θα
πάρω το δρόμο της επιστροφής, χωρίς καμιά αλλαγή στη διαδρομή, μια διαδρομή που
την ξέρω τόσο καλά ώστε να με οδηγούν πια μόνα τους τα πόδια μου. Έξω θα βρέχει
γιατί επιτέλους είναι φθινόπωρο, αλλά εμένα δεν θα μ’ ενοχλεί γιατί μ’ αρέσει
να περπατάω στη βροχή. Πόλεις και βροχή. Μετά θα φτάσω σπίτι, θα ανοίξω την
πόρτα, θα ανάψω τη λάμπα που γράφει «Vintage
New York» και θα καθίσω στο γραφείο να δουλέψω όπως
τόσες άλλες φορές, τόσα απογεύματα τα τελευταία χρόνια. Κι όταν κουραστώ και
καθίσω στην κόκκινη πολυθρόνα και κοιτάξω τη Σαγράδα Φαμίλια από το παράθυρο,
και από το ράδιο θα ακούγεται μόνο η φωνή του Σινάτρα- ακόμα μία σκηνή που
επαναλαμβάνεται συχνά όλα τα χρόνια εδώ- ίσως σκεφτώ πάλι τι έχει αλλάξει όλο
αυτό το διάστημα. Ή ίσως πάλι κλείσω τα μάτια και βρεθώ με μια κόκκινη ομπρέλα
να περπατάω την Broadway της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ…
Μαρία
25.10.2012