Στο Ματουλάκι μου
Ξανά.
Δεν πέρασαν ούτε δύο εβδομάδες από τότε που έκανα τη διαδρομή Ελλάδα-Ισπανία και βρίσκομαι πάλι στην πτήση της αντίθετης κατεύθυνσης. Βαρκελώνη-Αθήνα.
Το τηλεφώνημα με βρήκε απροετοίμαστη. Ήταν από αυτά τα κυριακάτικα απογεύματα ρουτίνας, που προσπαθείς να βάλεις σε τάξη τη δουλειά της εβδομάδας, αλλά η ραστώνη της συγκεκριμένης ημέρας δε σε αφήνει και καταλήγεις έτσι να περνούν οι ώρες χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Στο τηλέφωνο ήταν ο μπαμπάς. Δεν υποψιάστηκα.
«Η γιαγιά τελείωσε. Τώρα μόλις.»
Τελείωσε. Τελείωσε.
Πάντα έδειχνα ενδιαφέρον- λίγο μακάβριο τολμώ να ομολογήσω- στον τρόπο με τον οποίο σου ανακοινώνεται ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. «’Εφυγε», «τη χάσαμε», «εσυγχωρέθηκε»- αυτό το λέει η άλλη γιαγιά, ή απλώς «πέθανε». Πέθανε. Ακούγεται πιο απότομο, αλλά καταλήγω να το προτιμώ.
Τελείωσε, λέει. Τέλος. Τελειώνω, τελευταίος, τέρμα. Τέλος.
Αυτό το περιβόητο τέλος εποχής που η ζωή βάζει μπροστά μου τον τελευταίο καιρό.
Πόσες απώλειες χωράνε σ’ έναν μόνο μήνα;
Πολλές φορές είχα σκεφτεί τη στιγμή που θα μου ανακοίνωναν το τέλος της γιαγιάς. Η σκέψη και μόνο με έκανε να παγώνω, τα πόδια μου κόβονταν. Θυμάμαι παλιά, όταν χτυπούσε το τηλέφωνο αργά τη νύχτα ή έβλεπα κλήσεις από το χωριό, έτρεμα ολόκληρη. «Ναι, γεια, έγινε κάτι; Η γιαγιά;» Οι πιο οδυνηροί εφιάλτες μου θυμάμαι πάντα να έχουν να κάνουν με το θάνατο της γιαγιάς. Θυμάμαι να ξυπνάω και να παίρνω αμέσως τηλέφωνο στο χωριό, ναι, όλα καλά, η γιαγιά καλά, όπως τα ξέρεις, τα ίδια. Σκεφτόμουν ότι η στιγμή που θα χρειαζόταν να έρθω αντιμέτωπη με το θάνατο της γιαγιάς θα ήταν η πιο δύσκολη της μέχρι τότε ζωής μου- αν και είχα ζήσει και άλλες απώλειες πριν.
Η χθεσινή μου αντίδραση δε θύμιζε σε τίποτα τη στιγμή που φανταζόμουν τα τελευταία χρόνια. Αντέδρασα μάλλον ψύχραιμα για τα δικά μου δεδομένα-δεν είχα κι άλλη επιλογή βέβαια. «Κλείσε, παίρνω το πρώτο αεροπλάνο και έρχομαι. Να με περιμένετε.» Είναι περίεργο πώς ο άνθρωπος σε τόσο δύσκολες στιγμές επιστρατεύει τη λογική για να τα βγάλει πέρα. Να κλείσω εισιτήριο, να πάρω άδεια, να ειδοποιήσω τους μαθητές, να φτιάξω τη βαλίτσα. Μαύρα, πού είναι τα μαύρα; Να τα προλάβω όλα, να τα τακτοποιήσω όλα, δεν αισθάνομαι, έχω παγώσει, κάνω μηχανικές κινήσεις. «Να έρθω να μείνω μαζί σου απόψε, μη μείνεις μόνη σου», μου λέει ένας φίλος. Δε φοβάμαι να είμαι μόνη μου, είμαι εντάξει. Θα ξαπλώσω, θα κοιμηθώ λίγο, αύριο θα είναι μεγάλη η μέρα, μεγάλο το ταξίδι. Είμαι εντάξει.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα μπαίνουν φωνές και τραγούδια. Είναι οι γιορτές της πόλης, οι γιορτές της Mercè. Ποτέ μου δεν συμπάθησα τις συγκεκριμένες γιορτές. Και τώρα ένας λόγος παραπάνω, οι γιορτές αυτές έρχονται σε αντίθεση με το δικό μου πένθος. Οι φωνές και τα τραγούδια συγκρούονται με τη δική μου σιωπή, τα γέλια των ανθρώπων με τα δικά μου κλάματα. Κοιτώ τον κόσμο που περπατάει στο δρόμο, και λέω κοίτα, για μένα ο χρόνος έχει για λίγο σταματήσει, αλλά εκείνοι, κοίτα τους, συνεχίζουν το δρόμο τους, διασκεδάζουν, είναι χαρούμενοι. Αύριο είναι αργία και δε δουλεύουν. Κοίτα, η ζωή συνεχίζεται. Αυτό είναι ένα ακόμα μεγάλο μάθημα. Ό, τι και να γίνει η ζωή συνεχίζεται.
Δεν κοιμήθηκα το βράδυ.
Έφτασα στο αεροδρόμιο. Πόσο διαφορετική είναι η διάθεσή μου από όλες τις προηγούμενες φορές που ήρθα για να πάρω την πτήση Α368 για Αθήνα.
Οι ώρες πέρασαν. Είμαι στο λεωφορείο που θα με πάει στο χωριό. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Νιώθω έναν περίεργο συναίσθημα, δεν ξέρω αν είναι φόβος, σίγουρα κάτι που μοιάζει με φόβο.
Φοβάμαι την πόρτα του σπιτιού στο χωριό. Θα είναι ίδια όπως πριν ένα μήνα. Φοβάμαι το γιασεμί που θα μυρίζει όπως παλιά. Θα είναι το ίδιο. Φοβάμαι να μπω στο δωμάτιο, να κοιτάξω το κρεβάτι, και να μην είναι το ίδιο. Φοβάμαι την πρώτη στιγμή που θα κοιτάξω την απώλεια κατάματα. Η γιαγιά δε θα είναι εκεί, για πρώτη φορά.
Ο ήλιος έδυσε σχεδόν. Νιώθω το στομάχι μου σφιγμένα και τα μάτια μου υγρά.
...
Φτάνω αργά, πολύ αργά.
Έκτοτε όλα θολώνουν, εικόνες βουβές διαδέχονται η μία την άλλη, μαυροφορεμένες γυναίκες, ποτηράκια με κονιάκ, η νεκροφόρα έξω από το σπίτι, μία μαύρη κάσα, η εκκλησία, μπαίνω πρώτη, την αντικρίζω πρώτη, το παγωμένο μάγουλο, ένα γιασεμί που ακουμπάω, οι καρέκλες , οι καμπάνες, για μας χτυπάνε οι καμπάνες;, δεν χτυπανε πάντα για τους άλλους οι καμπάνες, Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως, εμείς στην πρώτη σειρά, οι οικείοι, την κοιτάω, αναμνήσεις, εικόνες από το κοντινό και μακρινό παρελθόν, εγώ παιδί, η γιαγιά με πάει στη θάλασσα, στις κούνιες, καθόμαστε στο χαγιάτι, κοιτάμε το φάρο, παίζουμε, μεγαλώνω, η γιαγιά αρρωσταίνει, τη φροντίζω, την κρατάω από το χέρι, της λέει μη φοβάσαι είμαι εδώ, την βάζω να κοιμηθεί, η φωνή της την τελευταία φορά στο τηλέφωνο, η τελευταία μέρα που έφυγα από το χωριό το καλοκαίρι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα λόγια της, με αναγνώρισε, καλό ταξίδι, να προσέχεις εκεί που είσαι, θα προσέχω αλλά κι εσύ να τρως, θα έρθω να σε ξαναδώ, να με περιμένεις, γιαγιούλα μου, γιαγιούλα μου, Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, και πώς να σ' αποχαιρετήσω, πώς να αποχαιρετήσω ό, τι ήμουν όλα αυτά τα χρόνια, αἰωνία ἡ μνήμη,Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, η πορεία προς το νεκροταφείο, σκαρφαλώνω, αφήστε με μισό λεπτό, μία στιγμούλα, γιαγιούλα μου, θα μου λείψεις, πόσο πολύ θα μου λείψεις, το λευκό σεντόνι τα καλύπτει όλα, τέλος.
...
Μαρία,
Σεπτέμβριος 2012