Απόγευμα Κυριακής περπατώ προς το Γουδί.
Νοσοκομείο Λαϊκό, δωμάτιο 369.
Πηγαίνω μόνη μου.
Νιώθω περίεργα, αλλά το προτιμώ.
Αυτή τη γειτονιά την ξέρω καλά, έχει ποτίσει τα παιδικά μου χρόνια.
Είναι περίεργο πόσες αναμνήσεις χωράνε σε ένα οικοδομικό τετράγωνο.
Αρχές δεκαετίες του '80. Επτά το πρωί καθημερινής. Ένας νεαρός άντρας γύρω στα 26 σταματάει με το αυτοκίνητό του έξω από μια αθηναϊκή πολυκατοικία. Από το πίσω κάθισμα, βγάζει ένα μωράκι σε ένα άσπρο πορτ-μπεμπέ και μία ροζ τσάντα. Ανεβαίνει στο διαμέρισμα του τετάρτου, η θεία περιμένει στην πόρτα, παίρνει το πορτ-μπεμπέ και τη ροζ τσάντα και η μέρα ξεκινάει.
Δεκαετία του '90 και παίζω χαρούμενη στην πλατεία του Αγίου Θωμά και στις κούνιες μπροστά από το Παίδων-δεν υπάρχουν πια, τις γκρέμισαν για να φτιάξουν πάρκινγκ. Η θεία με ντύνει και με πηγαίνει βόλτα. Μου λέει παραμύθια στη βεράντα. Μου φτιάχνει κρεατοπιτάκια και μου δίνει να πιω κόκα-κόλα. Μου χαρίζει το κουταλάκι με τα τριανταφυλλάκια και το ασορτί πιατάκι. Μου λέει ότι αν λέω κακές κουβέντες, "θα μου βάλει πιπέρι στο στόμα" και δείχνει τις κόκκινες καυτερές πιπερίτσες στη γλάστρα προς επίρρωση της απειλής.
"Σε ποιον θέλεις να πας, στη νονά ή στη θεια-Τζένη", με ρωτάει η μαμά και ο μπαμπάς. "Στη Τζένη, στη Τζένη!!!", απαντάω εγώ και δεν είμαι ούτε δυο χρονών.
Η θεία είναι εκεί, όλα τα χρόνια, όλες τις μέρες, σε όλα τα γλέντια, τα οικογενειακά τραπέζια, Χριστούγεννα, Απόκριες, αργίες και σχόλες. Είναι πάντα εκεί να με φροντίζει και να με προσέχει κι εγώ μαζί της δε φοβάμαι.
Σήμερα πηγαίνω μόνη μου να τη δω στο δωμάτιο 369 του Λαϊκού.
Η μαμά είναι κοφτή στις ανακοινώσεις της.
Η θεία πεθαίνει.
Ανεβαίνω τα σκαλιά, φτάνω στον τρίτο, στο δωμάτιο. Την κοιτάω και με γνωρίζει. Είναι ταλαιπωρημένη, γεμάτη σωληνάκια, μώλωπες στα χέρια, πονάει. Είναι αδύναμη. Αυτή, η ίδια γυναίκα που πριν χρόνια φάνταζε στα μάτια μου τόσο δυνατή. Πώς αντιστρέφονται έτσι οι ρόλοι στη ζωή; Πώς φτάνουμε να γινόμαστε εμείς οι δυνατοί, εμείς που κάποτε δεν ήμαστε παρά μια σταλίτσα σ'ένα άσπρο πορτ-μπεμπέ; Θέλω να γυρίσω στους άλλους στο δωμάτιο και να τους πω φύγετε, βγείτε έξω, να μείνω μαζί της, να έχω έστω και μόνο μια στιγμή, να της πω, σ' αγαπάω, σ΄ ευχαριστώ, μου λείπεις, δε θέλω να φύγεις. Δεν της τα λέω, αλλά πιστεύω πως τα νιώθει.
Φεύγοντας από το νοσοκομείο, νιώθω κομμάτια των παιδικών μου χρόνων να κλείνονται σε κουτιά- σαν για μετακόμιση από μια ηλικία σε μια άλλη, σαν μετάβαση στην καθαρά ενήλικη ζωή, σ' αυτή που παίρνουμε ηνία και αποφάσεις, σ' αυτή που ξεκινάμε να φροντίζουμε εμείς τους ανθρώπους που κάποτε μας φροντίζανε, σ' αυτήν που μαθαίνουμε να τους αποχαιρετούμε, σ' αυτή που μαθαίνουμε πόσο σκληρό είναι να τους αποχαιρετούμε.
Πέμπτη πρωί στην εκκλησία του χωριού.
Μία νεκροφόρα σταματάει μπροστά και τέσσερις μαυροφορεμένοι άντρες φέρνουν μπροστά μας ένα ξύλινο φέρετρο. Κοιτάω το χέρι, αυτό το παγωμένο χέρι που την τελευταία μέρα στο νοσοκομείο άπλωσε για να με αγγίξει. Δεν φοβάμαι, αλλά με πονάει, πολύ με πονάει, αυτός ο κύκλος της ζωής.
Και λίγο πιο μετά, στο νεκροταφείο της πέρα γειτονιάς,
έτσι όπως κλείνει το καπάκι της ξύλινης κάσας,
νιώθω να κλείνει μαζί του ένα μέρος της παιδικής μου ηλικίας.
Τέλος εποχής.
Μαρία,
31.08.2012