39 βαθμοί υπό σκιάν
Σβήσε αυτό το φως. Βάλε νερό στη γλάστρα. Κλείσε τα ρολά. Ναι, θα
ξεραθεί. Ξέχασέ το. Δεν μπορείς να τα φροντίσεις όλα, ποτέ
δεν μπορείς να τα φροντίζεις όλα.
Ξημερώνει. Είσαι έτοιμος να φύγεις; Έχεις εισιτήρια; Φεύγεις με αεροπλάνο ή με καράβι; Βιάζεσαι να πας κάπου ή σου χρειάζεται χρόνος για ν’ αφήσεις την πόλη πίσω
σου;
Έχεις ένα καταφύγιο; Ένα μέρος που να θεωρείς δικό σου; Έχεις τουλάχιστον
κάπου να πας;
Αναρωτιέσαι τι να διακόψεις; Μην είσαι αυθάδης με την τύχη σου. Σύντομα
ίσως έρθουν περίπλοκες νύχτες και ακόμα πιο δύσκολες μέρες.
Νιώθεις ότι φέτος οι διακοπές δεν αρκούν, δεν είναι αυτό που περίμενες;
Ναι, υπό ορισμένες συνθήκες η κατάθλιψη θα μπορούσε να θεωρηθεί υγιής
αντίδραση. Όχι στους 40 βαθμούς. Σκέψου τη θάλασσα. Σκέψου να βυθίζεσαι στο
νερό. Το αλάτι στο δέρμα. Τον ήλιο, την καυτή άμμο.
Δεν είναι καταπληκτικό να είσαι ζωντανός;
Τελευταία νύχτα στην πόλη. Ένα τηλέφωνο χωρίς σήμα, ένα κορίτσι που
κλαίει όταν κάνει έρωτα, βρεγμένα σεντόνια, ο θόρυβος από το ερκοντίσιον.
Κλειδωμένες πόρτες. Δάκρυα. Γιατί φεύγεις;
Δεν μπορείς να τον αφήσεις; Φοβάσαι να πεις αντίο;
Σκέφτεσαι μήπως δεν γυρίσει;
Εγώ πάντα επιστρέφω, είπε απειλητικά αλλά στα χείλη της ακούστηκε σαν
υπόσχεση.
Δακρύζεις στους χωρισμούς;
Πού θες να πας διακοπές; Εκεί που θα πας εσύ.
Έχεις φύγει; Με ποιον; Οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί απ’ τα μέρη.
Κλείσε τη βαλίτσα. Πήρες ό,τι χρειάζεσαι; Τα ρούχα που σ’ αρέσουν; Τον
σκέφτεσαι όταν ντύνεσαι το πρωί;
Θέλεις να του γράψεις κάτι μικρό για να διαβάζει και να σε θυμάται όταν δεν
σ’ έχει; Ν’ αγγίζει τα γράμματα απαλά όπως το σώμα σου;
Μη διαβάσεις αυτό το γράμμα πριν περάσουν 10 μέρες. Πριν σου λείψει
πολύ.
Προτιμάς τις σκληρές αλήθειες ή τα γλυκά ψέματα;
Ζέστη. Έρημη πόλη. Κολλάνε οι μηχανές, στ’ αμάξια ανάβουν όλα
τα φωτάκια, ένδειξη «πρόβλημα». Κάκτοι στροβιλίζονται στην Ακαδημίας, καυτός
άνεμος στις ξεραμένες όχθες της Πανεπιστημίου. Κροταλίες σφυρίζουν κάτω απ’ τα
εγκαταλελειμμένα αμάξια, καγκουρό πηδάνε και χάνονται. Οφθαλμαπάτες στην
κόκκινη έρημο, ψευδαισθήσεις στην γκρίζα αστική έρημο της άδειας πόλης.
Υπάρχει μια πτήση απόψε, είναι ώρα να φύγεις.
Φοβάσαι να φύγεις μόνος; Η μοναξιά έχει πλεονεκτήματα.
Μην το παρακάνεις. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει το μοναχικό
άνθρωπο από το φοβισμένο ερημίτη. Και ακόμα πιο λεπτή είναι η διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στον ερημίτη και το μνησίκακο άνθρωπο.
Τι ώρα είναι; Ξημερώνει, ώρα να φύγεις.
Τι σκέφτεσαι; Τι νιώθεις; Ποιος είσαι;
Τι μας έχει συμβεί; Τι κάναμε ο ένας στον άλλον;
Πόσο καλά πιστεύεις πως γνωρίζεις αυτόν που αγαπάς;
Θα μ’ αφήσεις ν’ αγγίξω την καρδιά σου;
Η καρδιά χτυπάει 101.000 φορές τη μέρα. Άγγιξε το
στήθος μου. Σ’ αρέσει;
Θέλω να με σφίξεις στην αγκαλιά σου. Δεν θέλω να με
πλησιάζεις πάρα πολύ. Θέλω να με μαζεύεις τα βράδια όταν
χάνομαι. Δεν θέλω να ξέρεις πού βρίσκομαι. Θέλω να
είμαι μαζί σου. Θέλω να χαθώ κάπου που κανένας δεν θα μπορεί να με βρει.
Δεν μπορούμε να τα ’χουμε όλα. Όταν το καταλάβεις αυτό, μπορείς να πας παρακάτω.
Θέλεις να μείνεις μόνος σου;
Γιατί τρέμουν τα χέρια σου;
Έχεις λίγες ώρες ακόμα. Ξεχνάς τίποτα; Μπορείς να κοιμηθείς
λίγο. Φοβάσαι τα όνειρα;
Κλειδιά, εισιτήρια, λεφτά, τηλέφωνο. Κλείσε το ψυγείο. Ας
χαλάσουν. Ελαττωματικό ψυγείο. Ο καταψύκτης πιάνει πάγο. Το υπόλοιπο δεν έχει
ψύξη. Παγώνεις όταν πρέπει να φλέγεσαι; Καις τις λάθος ώρες;
Τι είναι αυτό που σε διεγείρει; Που σε συγκινεί;
Σε ξέρω; Ξέρεις τι ψάχνω;
Υπάρχει κάποιος που θα σε ψάξει; Κάποιος που θα του λείψεις;
Κλείσε την πόρτα. Φύγε. Μην το σκεφτείς δεύτερη φορά. Κλείδωσε την
πόρτα. Άνοιξε τα μάτια. Την καρδιά σου. Ξημέρωσε. Είναι ο Αύγουστος του 2012 που έρχεται μονάχα μια φορά στην ιστορία και δεν θα ξανάρθει ποτέ πια.
Διάβασα αυτό το κείμενο του Φώτη Γεωργελέ.
Με τσάκισε.
Θυμήθηκα ένα άλλο, παρόμοιο, που είχε γράψει πριν από κάμποσα χρόνια ίδια εποχή... Είχα κόψει το απόκομμα από την εφημερίδα και το είχα κολλήσει στο φοιτητικό μου δωμάτιο. Τα χρόνια περνούσαν και η σελίδα του χαρτιού κιτρίνιζε. Είναι περίεργο, αλλά κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι που ερχόταν, ένιωθα να καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ τα νοήματα πίσω και ανάμεσα στις λέξεις.
Χρόνια μετά, πρώτη μέρα διακοπών, πρώτο πρωινό στην Αθήνα, διαβάζω το κείμενο.
Οι λέξεις χτυπούν στα αυτιά μου δυνατά, αλλά το νόημά τους χτυπάει στην καρδιά μου ακόμα δυνατότερα. Σωριάζομαι στο κρεβάτι. Κι αυτά τα δάκρυα από πού ξεφύτρωσαν;
Πρώτη μέρα στην πόλη μου.
Μου;
Τι περίεργα παιχνίδια παίζουν καμιά φορά οι αντωνυμίες.
Μου.
Πόσο μου τελικά;
Πάμε πίσω.
Τελευταία βράδια στη Βαρκελώνη.
Στιγμές στο σπίτι μου.
Άλλο ένα μου.
Παλεύουν μέσα μου τα μου μου.
Στο μπαλκόνι καθισμένη κοιτάω μια το δρόμο, μια τη θάλασσα.
Μοναξιά.
Αγαπάω τη μοναξιά.
Την ησυχία, τις στιγμές με τον εαυτό μου.
Μένω μόνη, απομακρύνομαι,
στο σπίτι μου,
στο χώρο μου,
στις γωνιές μου.
Αυτές τις γωνιές που τις έφτιαξα μία-μία, τρία χρόνια τώρα, με αγάπη, με μεράκι.
Αυτές τις γωνιές που τις έκανα δικές μου, κατάδικες μου.
Τελευταίο βράδυ, ψελίζω-σχεδόν διστακτικά- στον εαυτό μου: δε θέλω να φύγω, θα μου λείψει το εδώ μου.
Τι σου είναι καμιά φορά ο άνθρωπος.
Ταλάντευση.
Εγώ που μετρούσα τις μέρες αντίστροφα μέχρι τις διακοπές στην Ελλάδα, τώρα σκέφτομαι πόσο θα μου λείψει η Βαρκελώνη.
Γιατί τα πιο ωραία χρώματα ο ουρανός τα παίρνει πάντα τις μέρες που φεύγουμε;
Κλείνω την πόρτα πίσω και φεύγω.
Αθήνα.
Πρώτο βράδυ θέλω να δω τα φώτα της πόλης.
Από ψηλά.
Λυκαβηττός.
Αυτή η θέα μου θυμίζει ότι κάποτε υπήρξα καθημερινό κομμάτι αυτού του εδώ που τώρα με ξενίζει.
Νοσταλγώ κάτι που δεν ξέρω τι είναι.
Πόσα χρόνια έχει πάψει η Αθήνα να είναι καθημερινότητά μου;
Τι έχει αλλάξει στο μεταξύ;
Πόσο έχω αλλάξει στο μεταξύ;
Προσπαθώ να με θυμηθώ να ζω στην Αθήνα.
Ψάχνω στα ντουλάπια της μνήμης.
Είμαι τριτοετής στη Φιλοσοφική.
Εκείνη η χρονιά είναι ίσως η τελευταία που με θυμάμαι να ζω την πόλη, να ζω στην πόλη.
Μετά Παρίσι, μια ολιγόμηνη μεταβατική επιστροφή και ύστερα Βαρκελώνη.
Πάνε πέντε χρόνια από τότε.
Οι αναμνήσεις μου εδώ είναι μακρινές κι αυτό με φοβίζει.
Συνειδητοποιώ ότι ουσιαστικά την καθαρά ενήλικη ζωή μου, την έχω εδραιώσει εκτός Ελλάδας.
Τι σημαίνει αυτό;
Άραγε θα μπορέσω ποτέ να πιάσω το νήμα από εκεί που το άφησα;
Φοβάμαι να γράψω αυτό που σκέφτομαι, φοβάμαι ακόμα και να το σκέφτομαι.
Γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα;
Ανάμεσα σε αυτό που άφησα και σ' αυτό που θα βρω;
Και οι ανθρώπινες σχέσεις;
Αντέχουν στην απόσταση; Αντέχουν την απόσταση;
Συντηρούνται; Κρατιούνται;
Επιβιώνουν;
Οι άνθρωποι περνάνε "δίχως να κοιτάνε τη δικιά σου μελαγχολία".
Λείπεις ή μου λείπεις;
Τελικά ποιοι είναι αυτοί που θα σε ψάξουν πραγματικά,
ποιοι είναι αυτοί που θα τους λείπεις;
Πόσο εύκολο είναι να νιώσεις ξένος στην ίδια σου την πόλη;
Ξένος ανάμεσα σε ανθρώπους που κάποτε αναγνώριζες ως δικούς σου;
Ξέρεις κάτι;
Έχεις δίκιο.
Δεν μπορείς να τα φροντίσεις όλα, ποτέ δεν μπορείς να τα φροντίζεις όλα.
Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.
Όταν το καταλάβω αυτό, ίσως μπορέσω να πάω παρακάτω.
Μαρία,
26.07.2012
Αθήνα...