Σου γράφω και είναι βράδυ.
Μου ανέβηκε πάλι αυτός ο κόμπος στο λαιμό.
Δεν ξέρω τι μου προκάλεσε πάλι αυτήν την ταραχή.
Μου ανέβηκε πάλι αυτός ο κόμπος στο λαιμό.
Δεν ξέρω τι μου προκάλεσε πάλι αυτήν την ταραχή.
'Η μάλλον ξέρω.
Ίσως ήταν εκείνη η μελωδία από πιάνο.
Με πήγε λίγο πίσω.
Σε κείνες τις δέκα μέρες. Θυμάσαι;
Είμαι καλά.
Η ΑΘήνα φθινοπωριάζει και είμαι καλά.
Όχι, σημερα δε βρέχει.
Κάνει λίγη ψύχρα, αλλά είμαι καλά.
Μόνο τα βράδια λίγο...
Πώς να στο πώ;
Και πώς να το καταλάβεις;
Τα βράδια μεγαλώνει η μοναξιά μεσ' στο σπίτι.
Και η ώρα δεν περνάει.
Βιάζομαι να πάω να κοιμηθώ.
Όχι, δε νυστάζω.
Αλλά θέλω να κοιμηθώ.
Οι ώρες περνάνε πιο γρήγορα όταν κοιμάμαι.
Βιάζομαι να διώξω τη μέρα.
Άλλη μία μέρα που με φέρνει λίγο πιο μακριά από το πριν και λίγο πιο κοντά στο μετά.
Άλλη μια μέρα.
Με στοιχειώνει κάπως η απουσία σου.
Ή η αόριστη παρουσία σου.
Σήμερα, καθώς περπατούσα στο δρόμο, είδα τα κίτρινα πεσμένα φύλλα των δέντρων.
Ίσως ήταν εκείνη η μελωδία από πιάνο.
Με πήγε λίγο πίσω.
Σε κείνες τις δέκα μέρες. Θυμάσαι;
Είμαι καλά.
Η ΑΘήνα φθινοπωριάζει και είμαι καλά.
Όχι, σημερα δε βρέχει.
Κάνει λίγη ψύχρα, αλλά είμαι καλά.
Μόνο τα βράδια λίγο...
Πώς να στο πώ;
Και πώς να το καταλάβεις;
Τα βράδια μεγαλώνει η μοναξιά μεσ' στο σπίτι.
Και η ώρα δεν περνάει.
Βιάζομαι να πάω να κοιμηθώ.
Όχι, δε νυστάζω.
Αλλά θέλω να κοιμηθώ.
Οι ώρες περνάνε πιο γρήγορα όταν κοιμάμαι.
Βιάζομαι να διώξω τη μέρα.
Άλλη μία μέρα που με φέρνει λίγο πιο μακριά από το πριν και λίγο πιο κοντά στο μετά.
Άλλη μια μέρα.
Με στοιχειώνει κάπως η απουσία σου.
Ή η αόριστη παρουσία σου.
Σήμερα, καθώς περπατούσα στο δρόμο, είδα τα κίτρινα πεσμένα φύλλα των δέντρων.
Ξέρεις, λένε ότι το φθινόπωρο είναι μια εποχή που πρέπει να τη ζει κανείς μόνος του. Το πιστεύεις;
Εγώ δεν ξέρω.
Όλη μου η μποέμ διάθεση εξανεμίζεται μπροστά σ΄ αυτό το γράμμα που περιμένω και δεν έρχεται.
Μπροστά στις τόσες ώρες αναμονής του μη εφικτού.
Είναι βράδυ και σου γράφω.
Να περνάς όμορφα.
(Άφησε το μολύβι να της πέσει από τα χέρια. Κοίταξε το γράμμα. Σκούπισε τα δάκρυα που της δρόσισαν τα μάγουλα. Δίπλωσε το γράμμα. Άνοιξε το μικρό ξύλινο κουτί και το έκρυψε βαθιά, πολύ βαθιά. Μέχρι τη λήθη.)
Μαρία,
26.10.2010